Σελίδες

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Το μικρότερο μωράκι στον κόσμο!!

Η Oliviyanna γεννήθηκε πριν 4 περίπου μήνες ενώ ήταν μόλις 5-6 μηνών. Ζύγιζε 259 γραμμάρια και ήταν μια από τις 3 δίδυμες που γεννήθηκαν. 
Τα αδέρφια της είχαν μεγαλύτερη ανάπτυξη, η Oliviyanna ομως... ήταν απίστευτα μικρή και οι πιθανότητες να επιβιώσει ήταν ελάχιστες. 
Σήμερα η Oliviyanna ειναι σχεδόν 1,5 κιλό και ετοιμάζεται να πάει σπίτι της. 
Οι γιατροί πιστεύουν πως πρόκειται για το πιο μικρό μωρό που κατάφερε να επιβιώσει
ΠΗΓΗ:
Messa-pios


Σαν τα ψηλά βουνά να ζήσει και να είναι 
χαρούμενη και ευτυχισμένη!!

Καλά Χριστούγεννα!

Ο μικρός Γιαννάκης κρύωνε έτσι όπως καθόταν μέσα στο χιόνι στην αυλή του σπιτιού του.   
Ο Γιαννάκης δεν φορούσε ζεστές μπότες – ούτε του άρεσαν αλλά ούτε και είχε μπότες να φορέσει.  Τα λεπτά πάνινα αθλητικά του παπούτσια είχαν μερικές τρύπες και δεν κατάφερναν να κρατούν το κρύο μακριά από τα ποδαράκια του.  Ο Γιαννάκης βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και περίπου μία ώρα κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να βρει καμία καλή ιδέα για το τι δώρο να κάνει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα.  Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση καθώς κατέληξε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα:  «τι παιδεύομαι;  Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου χρήματα».
Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η πενταμελής οικογένεια δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα.  Δεν ήταν επειδή η μητέρα του δεν προσπαθούσε αρκετά ή δεν ενδιαφερόταν αλλά ποτέ δεν φαινόταν να υπάρχουν αρκετά χρήματα.  Δούλευε βραδινές βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής αλλά ο μικρός της μισθός δεν μπορούσε να καλύψει τίποτα παραπάνω.  Όμως όλα όσα τους έλειπαν σε χρήματα και υλικά αγαθά, περίσσευαν σε αποθέματα αγάπης και ενότητας στην οικογένεια.  Ο Γιαννάκης είχε δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα τους.  Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα για τη μητέρα τους.  Δεν ήταν δίκαιο.  Ήταν ήδη Παραμονή των Χριστουγέννων και αυτός δεν είχε τίποτα να της χαρίσει.
 Σκουπίζοντας το δάκρυ που κατηφόρισε από τα ματάκια του, ο Γιαννάκης έδωσε μία γερή κλωτσιά στο χιόνι κι άρχισε να περπατάει προς το δρόμο με τα καταστήματα.  Δεν ήταν εύκολο για μία πενταμελή οικογένεια να τα βγάζει πέρα χωρίς πατέρα, ειδικά όταν αυτός ο ίδιος χρειαζόταν έναν άνδρα για να μιλήσει.  Ο Γιαννάκης περπατούσε από κατάστημα σε κατάστημα κοιτάζοντας μία μία τις στολισμένες βιτρίνες.  Όλα ήταν τόσο όμορφα αλλά και τόσο απρόσιτα για εκείνον.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και χωρίς να πολυθέλει ο Γιαννάκης ξεκίνησε για το σπίτι.    

Ξαφνικά τα μάτια του έπεσαν σε μία αντανάκλαση του ήλιου που έδυε πάνω σε κάτι που γυάλιζε στην άκρη του δρόμου.  Έσκυψε και ανακάλυψε ένα γυαλιστερό πενηντάρικο.  Κανείς δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο πλούσιος όσο ένιωσε ο Γιαννάκης εκείνη τη στιγμή.  Κρατώντας σφιχτά τον θησαυρό του ένιωσε τόσο ευτυχισμένος που μπήκε μέσα στο πρώτο κατάστημα που είδε.
Ο ενθουσιασμός του όμως ξεθώριασε γρήγορα όταν ο πωλητής του είπε ότι δεν μπορούσε να αγοράσει απολύτως τίποτα με μόνο ένα πενηντάρικο.   Βγαίνοντας από το κατάστημα, είδε απέναντι ένα ανθοπωλείο και μπήκε μέσα να περιμένει στην ουρά.  Όταν ο καταστηματάρχης τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει, ο Γιαννάκης του έδειξε το πενηντάρικο και τον ρώτησε αν μπορούσε να αγοράσει ένα λουλούδι για να το δωρίσει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα.  Ο ανθοπώλης κοίταξε το Γιαννάκη και το πενηντάρικο που κρατούσε στο χέρι του.  Μετά, ακούμπησε τον ώμο του Γιαννάκη και του είπε «Περίμενε εδώ και θα δω τι μπορώ να κάνω για σένα».  Όσο ο Γιαννάκης περίμενε κοίταζε γύρω του τα όμορφα λουλούδια και αν και ήταν αγόρι, μπορούσε να καταλάβει γιατί οι μαμάδες και τα κορίτσια λατρεύουν τα λουλούδια.
Ο ήχος της πόρτας που έκλεινε καθώς έφευγε και ο τελευταίος πελάτης, επανέφερε τον Γιαννάκη στην πραγματικότητα.  Μόνος του πια μέσα στο κατάστημα, ο Γιαννάκης άρχισε να νιώθει μόνος και φοβισμένος.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο ανθοπώλης που προχώρησε προς το ταμείο.  Ακούμπησε πάνω στον πάγκο, μπροστά στα έκθαμβα μάτια του Γιαννάκη, 12 μακριά κατακόκκινα τριαντάφυλλα με πρασινάδες και λευκά μικροσκοπικά λουλουδάκια, δεμένα με μία ασημένια κορδέλα και ένα μεγάλο φιόγκο.  Η καρδιά του Γιαννάκη σφίχτηκε όταν είδε τον ανθοπώλη να τα παίρνει και να τα βάζει σε ένα μεγάλο άσπρο κουτί.  «Αυτό κοστίζει 50 δραχμές νεαρέ μου» είπε ο ανθοπώλης κι άπλωσε το χέρι του για να πάρει το πενηντάρικο.
Με αργές κινήσεις ο Γιαννάκης σήκωσε το χέρι του για να δώσει στον ανθοπώλη το πενηντάρικο.  Μα μπορούσε αυτό να συμβαίνει στα αλήθεια;  Κανείς άλλος δεν του έδινε τίποτα για μόνο πενήντα δραχμές!
Βλέποντας τον μικρούλη διστακτικό, ο ανθοπώλης είπε «Έτυχε σήμερα να έχω κάποια προσφορά με 50 δραχμές για δώδεκα τριαντάφυλλα.  Θα τα ήθελες;» 

Αυτή τη φορά ο Γιαννάκης δεν δίστασε και όταν ο ανθοπώλης ακούμπησε το άσπρο κουτί στα χέρια του, πίστεψε ότι ήταν αλήθεια.  Βγαίνοντας από την πόρτα που ο ανθοπώλης του κρατούσε ανοιχτή, τον άκουσε να λέει:

«Χαρούμενα Χριστούγεννα, μικρέ».
 
Καθώς ο ανθοπώλης έκλεισε την πόρτα και γύρισε στον πάγκο του, εμφανίστηκε η γυναίκα του.  «Με ποιόν μιλούσες τόση ώρα; Και πού είναι τα τριαντάφυλλα  που ετοίμαζες;»
Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια του, ο ανθοπώλης της απάντησε «Το πρωί μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο.  Καθώς ετοιμαζόμουν να ανοίξω το κατάστημα νόμισα ότι άκουσα μία φωνή να μου λέει να κρατήσω δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου για ένα πολύ ειδικό δώρο.  Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι τρελάθηκα αλλά έτσι κι αλλιώς τα κράτησα στην άκρη».  Τώρα, πριν από λίγα μόλις λεπτά, μπήκε στο ανθοπωλείο ένα μικρό αγοράκι που ήθελε να αγοράσει ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο για τη μητέρα του με μόλις ένα πενηντάρικο.

 «Όταν κοίταξα αυτό το παιδάκι, είδα τον εαυτό μου, όπως ήμουν πριν από πολλά χρόνια.  Ήμουν κι εγώ ένα φτωχό αγόρι και δεν είχα τίποτα για να αγοράσω Χριστουγεννιάτικο δώρο στη δική μου μητέρα.  Ένας άνδρας με γενειάδα, που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ, με σταμάτησε στο δρόμο και μου είπε ότι ήθελε να μου δώσει ένα χιλιάρικο.  «Όταν είδα αυτό το μικρό αγόρι απόψε, ήξερα ποια ήταν αυτή η φωνή που άκουσα και έτσι του έδωσα δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου».
Ο ανθοπώλης και η γυναίκα του αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έτσι αγκαλιασμένοι βγήκαν στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα . . . οι καρδιές τους όμως ήταν τόσο ζεστές που δεν ένιωθαν καθόλου το κρύο.


Καλά  Χριστούγεννα  σε όλα τα χαμομηλάκια μας!

Τα Χριστούγεννα στην ποίηση του Κωστή Παλαμά

Μαρτύριο Ταντάλου μοιάζει η πνευματική ζωή του ποιητή Κωστή Παλαμά. Η ψυχή του κλυδωνίζεται χωρίς αναπαμό ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόθους, που ο καθένας τον τραβάει γοητευτικά προς τη μεριά του. Απ’ τη μια τον ταράζει η εωσφορική επανάσταση για τις χαρές της ζωής και της ύλης κι απ’ την άλλη η συγκινητική νοσταλγία προς το θείο, «το ωραίο και καθάριο τ’ ουρανού». 

Ανάλογο είναι και το ποιητικό και κριτικό του έργο. Παράλληλα με την αρχαία τραγωδία και τον διθύραμβο αντικαθρεφτίζεται και η αναστροφή του με τα ιερά κείμενα από το Ευαγγέλιο ως την υμνογραφία της Εκκλησίας.
Κάποτε δοκιμάζει «εκ της απιστίας την κάμπη και της αμφιβολίας τα καρφιά» (Π.Μ.Πολιτεία). 
«Έχει τη συνείδηση του σκεπτικισμού του, μα συχνά τον ενοχλεί τούτη η αρρώστια» (Άπαντα τ. 12, σελ. 445). Συχνότερα όμως μεταστρέφεται και νιώθει την ανάγκη να υψώσει δέηση εξιλέωσης και θερμές ικεσίες. Με δέος προσβλέπει τότε στην αληθινή αλήθεια και ζητάει σωτηρία από τη μεγαθυμία του Θεού. Ζητάει μια ελπίδα φωτός, ένα καταφύγιο από το δαρμό της απιστίας. Αφήνει τότε να τον συγκινήσουν θέματα υπαρξιακά που τον μεταρσιώνουν πνευματικά και μας δίνει αναβλύσματα συναισθηματικά της ψυχής του, που κυλάνε σ’ ένα κανάλι τεχνουργημένο με σμιλεμένους στίχους ομορφοπλεγμένους σε αρμονικές στροφές. Τότε βρίσκει τον πραγματικό εαυτό του, η φωνή του γίνεται γλυκειά, μελωδική και οι στίχοι του παίρνουν το ρυθμό του παρακλητικού κασσιανισμού.

Προσεγγίζει και ζει, υμνολογεί και δοξολογεί τις γιορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 
Ιδιαίτερα στέκεται μπροστά στο «Μέγα μυστήριον» της ενανθρώπησης του Θεού, της αγάπης και της θείας συγκατάβασης, τα Χριστούγεννα. Τον θαμπώνει με τη λάμψη του το ανέσπερο φως του Άστρου της Βηθλεέμ:

Αστέρι Θεϊκό
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκόρπιζε το αστέρι
όπου στην κούνια του Χριστού
τους Μάγους έχει φέρει;
Ποιος άγγελος το διάλεξε για
τέτοιο ταχυδρόμο;
Τα άλλα τα αστέρια θάβλεπαν το
φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλια
θάτρεμαν... Αστέρι, σε ποια χώρα του
απέραντου σου ουρανού να
λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην
έσβησε το φως σου
ή μήπως είσ' αθάνατο κι εσύ, σαν
το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίνει η λάμψη σου εδώ
στα χώματα μας;
Για όλα τα άστρα αλίμονο! δεν
είναι η ματιά μας...
Τι φως και χρώμα κι ομορφιά να
σκορπίζει το αστέρι,
όπου την κούνια του Θεού τους
Μάγους έχει φέρει;


Στο δεύτερο μέρος του ιδίου ποιήματος με τίτλο «Χριστούγεννα» καταφέρνει ο ποιητής και συνδυάζει τη μεγάλη αυτή γιορτή με τις παραδόσεις του λαού μας και τα έθιμα της χριστιανικής οικογένειας. Πόση οικογενειακή θαλπωρή δε σκορπίζουν σε μικρούς και μεγάλους οι στίχοι:

«Αχ! αχ!, Χριστουγεννιάτικο της φαμελιάς τραπέζι 
που ταίρι ταίρ’ η όρεξη με την αγάπη παίζει!
Τα ποτηράκια ηχούν γλυκά, λαμποκοπούν τα πιάτα,
Γύρω φαιδρά γεράματα και προκομμένα νιάτα!»

Επανέρχεται στο ίδιο ποίημα με στίχους πνευματικότερους. Θέλει με ταπείνωση να πλησιάσει το θείο Βρέφος και να νιώσει το λυτρωτικό μήνυμα που εκπορεύεται από την ταπεινή φάτνη. Πλησιάζει νοερά και αντικρίζει τον νεογέννητο Χριστό και με ταπείνωση και συντριβή δέεται με την αγνότητα μικρού παιδιού:

«Νάμουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι! 
Να δω την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του, 
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του 
να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σα διαμαντάκι, 
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι, 
να μοσχοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία 
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία. 
Να ιδώ την Αειπάρθενο, να ιδώ το πρόσωπό της, 
πως εκοκκίνισε, καθώς πρωτόειδε το μικρό της, 
όταν λευκό, πανεύοσμο το προσωπάκι εκείνο
της θύμισ’ έτσι άθελα του Γαβριήλ τον κρίνο...».

Τέτοια λόγια σάλπισε η φωνή του ποιητή 'κείνη την καλή του ώρα που συνταίριαζε μες την αγνή ψυχή του ένα από τα μελωδικότερα τραγούδια του. Απλό και πολύ ποτισμένο με στοχαστική χαρά και υπεράνθρωπη γαλήνη.
Τα πνευματικά ερεθίσματα από τη θεία μορφή του νεογέννητου Βρέφους είναι έντονα και χαράζονται βαθιά μέσα του. Τόσο που τον επηρεάζουν και στον ύπνο του. Βλέπει όνειρο που το διηγείται στη συλλογή του: «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου». Αποσπούμε το σχετικό κομμάτι:

«Στο πατρικό το εικονοστάσι το σκοτεινό βρέθηκ’ αγνάντια. Ανάμεσα στις εικόνες μια Παναγιά σαν αλυσοδεμένη μέσα στο γαλάζιο της μανδύα, μα πάντα στην όψη της κρατώντας μιαν αυστηρή προσήλωση σε κάτι υπερκόσμιο. Στην αγκαλιά της το Θεάνθρωπο Βρέφος.
Έξαφνα το Θεάνθρωπο Βρέφος σάλεψε σα να ήθελε να λυτρωθή από την αγκαλιά της Μητέρας του και νάβγη από τη φυλακή της εικόνας. Άπλωσε προς εμένα τα χεράκια του, μου χαμογέλασε και τα χεράκια του τα κράτησε αποπάνω μου, σα να ήθελε να μ’ ευλογήση, σα νάθελε να παίξη μαζί μου, με σάλεμα, μαζί περίχαρο και μυστικό και υπέρτατο, σαν παιδιού και σα Θεού.
Κ’ ένα μυστικό ψιθύρισμα χάϊδεψε τ’ αυτιά μου:
-Πιστεύεις;
Κ’ εγώ αισθάνθηκα πρωτάκουστη συγκίνηση και λύγισα τα γόνατά μου για να προσπέσω στα πόδια του. Αλλά κρατήθηκ’ αμέσως από κάποιο άλλο αίσθημα αμφιβολίας και περηφάνειας και του αποκρίθηκα:
-Πιστεύω πως ονειρεύομαι. Μακάρι να είταν αλήθεια. Όνειρο ωραιότερο δεν ξανάειδα, ούτε θα ξαναϊδώ. Ξέρω πως κοιμάμαι και πως θα φύγη τόνειρο.
Ακούστηκαν βροντόλαλες οι Χριστουγεννιάτικες καμπάνες (Άπαντα, τομ. 4, σελ. 291).

Τον κατέχει η αιώνια δίψα του καθαρού αγναντέματος των θείων οραμάτων φυλαγμένη από τη σκληρή κρυάδα των φιλοσοφικών θεωριών και της φυλακής του λογικού και σε τέτοιες στιγμές που είναι οι ουσιαστικότερες κινήσεις της ψυχής του, βυθίζει τον εαυτό του στα ενδότερα και αδιόρατα κρησφύγετα της ύπαρξής του και βλέπει με τα άϋλα μάτια του, μάτια μεταφυσικά, κόσμους υπερούσιους, «πράγματα κρυμμένα και αθώρητα». Διαβάζουμε στο ποίημα του «Τα μάτια της ψυχής μου»:

Στα βάθη της ψυχής μου, χαρίσματα θεϊκά 
ολανοιγμένα νιώθω δυό μάτια μυστικά.
Δεν τα φωτίζει ο ήλιος που λάμπει για τη γη 
και παίρνουν φως απ’ άλλη πιο καθαρή πηγή.
Στα βάθη της ψυχής μου, που πάθη ταπεινά 
δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια φωτεινά.
Και βλέπω τα κρυμμένα, τ’ αθώρητα θωρώ, 
τον άνθρωπο, την πλάση, τ’ αστέρια, τον καιρό.
Στα βάθη της ψυχής μου κι εκεί που δεν μπορείς 
ποτέ σου νάμπης-νιώθω δυό μάτια ολημερίς...
Χειροπιαστά ξανοίγω τα πλάσματα του νου 
κι απάνου μου σκυμμένους αγγέλους τ’ ουρανού.
Εκεί που η σκύλα η Έγνοια δεν πάει, δεν αλυχτά, 
μέσ’ στην ψυχή μου κρύβω δυό μάτια ολανοιχτά.
Μια μέρα τ’ άλλα μάτια, που είναι από γη πλαστά 
θα λυώσουν μες το μνήμα με το κορμί κλειστά.
Στα βάθη της ψυχής μου που πάθη κοσμικά 
δεν έχουν τόπο, νιώθω δυό μάτια μυστικά.
Αυτά δε θα κλειστούνε ποτέ, δε θα χαθούν, 
ελεύθερα μια μέρα γοργά θα φτερωθούν.
Τα μάτια της ψυχής μου, τα μάτια τα θεϊκά 
που μέσα μου ανοιγμένα τα νιώθω μυστικά,
ψηλότερ’ απ’ τ’ αστέρια, στον έβδομο ουρανό 
θα τ’ ανταμώσουν πάλι το Φως το αληθινό.

Στην ίδια ποιητική ενότητα και κάτω από τον τίτλο «Μεσσίας» στηρίζονται πέντε ποιήματά του από τα οποία τα τέσσερα είναι αφιερωμένα στα Χριστούγεννα. Εκφράζει και σ’ αυτά τα συναισθήματα που πλημμυρίζουν την ψυχή του μπροστά στο θαύμα της ενανθρώπησης του Θεού.
Το πρώτο έχει επικεφαλίδα «Ένας Θεός». Σε τόνο εσωτερικό, προσωπικό, με συντριβή καρδιάς και ταπείνωση μπροστά στη θεία Γέννηση, διαπιστώνει μιαν αλήθεια που συνέλαβε ενοραματικά η ψυχή του:

Ω, μέσα μου γεννιέται ένας Θεός 
και το κορμί μου γίνεται ναός, 
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή 
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
το μέτωπό μου λάμπει σαν αστέρι... 
Στο Θεό φανήτε τώρα, ήρθεν η ώρα, 
από τάγνωστα μυστικά σας μέρη, 
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.
Φέρτε μου, Μάγοι -θεία βουλή το γράφει- 
τα σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι 
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι! 
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!
Και σεις θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια 
στην καρδιά στην κούνια του σκυμμένα 
με της αθανασίας τα τραγούδια, 
υμνολογείτε σεις τη θεία τη γέννα.
Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί 
και το κορμί μου φάτνη ταπεινή, 
βλέπω κι αλλάζει, γίνεται ναός 
ω, μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!

Κώστας Παπαδημητρίου, σ. Σχολικός Σύμβουλος

το δέντρο που έδινε

Η υπέροχη αυτή ιστορία μέσα στην παιδική της απλότητα, όλο και κάτι μας θυμίζει.

Μήπως τη σχέση μας με το περιβάλλον;

Μήπως τις δύο ακραίες πλευρές της ανθρώπινης φύσης;

Από τη μια δίνεις τα πάντα και νιώθεις απόλυτη ευτυχία μέχρι να αισθανθείς το απόλυτο κενό...

Και από την άλλη παίρνεις τα πάντα μέχρι να συνειδητοποιήσεις ότι δεν έχεις τίποτε...

Απολαύστε την.. ΚΑΙ ΚΑΛΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ


Το Δέντρο που έδινε (The giving Tree), του Σελ Σίλβερσταίν

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια μηλιά....
και αγαπούσε ένα αγοράκι.
Και κάθε μέρα το αγοράκι πήγαινε και μάζευε τα φύλλα της και τα έπλεκε στεφάνι κι έπαιζε το βασιλιά του δάσους.
Σκαρφάλωνε στον κορμό της κι έκανε κούνια στα κλαδιά της κι έτρωγε μήλα.
Παίζανε και κρυφτό
Κι όταν το αγόρι κουραζόταν, αποκοιμιόταν στον ίσκιο της.
Και το αγόρι αγαπούσε τη μηλιά...
πάρα πολύ.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα πέρασαν τα χρόνια.
Και το αγόρι μεγάλωσε.
Και πολλές φορές η μηλιά έμενε μοναχή.

Τότε μια μέρα το αγόρι πήγε στη μηλιά κι η μηλιά είπε:
«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου, να φας μήλα και να παίξεις στον ίσκιο μου από κάτω και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Είμαι μεγάλος πια για να σκαρφαλώνω και να παίζω», είπε το αγόρι. «Θέλω ν’ αγοράσω πράγματα και να καλοπεράσω. Θέλω λεφτά. Μπορείς να μου δώσεις λεφτά;»

«Λυπάμαι», είπε η μηλιά, «μα έχω εγώ δεν έχω λεφτά. Έχω μονάχα φύλλα και μήλα. Πάρε τα μήλα μου, Αγόρι, και πούλησε τα στην πόλη. Έτσι θα ‘χεις λεφτά και θα ‘σαι ευτυχισμένο».

Και τότε το αγόρι σκαρφάλωσε στη μηλιά, μάζεψε τα μήλα της και τα πήρε μαζί του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.
Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί... και η μηλιά ήταν λυπημένη.
Ώσπου μια μέρα το αγόρι ξαναγύρισε κι η μηλιά τρεμούλιασε απ’ τη χαρά της κι είπε:

«Έλα αγόρι, έλα να σκαρφαλώσεις στον κορμό μου και να κάνεις κούνια στα κλαδιά μου και να ‘σαι ευτυχισμένο».
«Δεν έχω πια χρόνο να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι. «Θέλω ένα σπίτι που να δίνει ζεστασιά», είπε. «Θέλω γυναίκα και παιδιά, και γι’αυτό χρειάζομαι ένα σπίτι. «Μπορείς να μου δώσεις ένα σπίτι;»

«Εγώ δεν έχω σπίτι», είπε η μηλιά. «Σπίτι μου είναι το δάσος, μα μπορείς να κόψεις τα κλαδιά μου και να χτίσεις ένα σπίτι. Τότε θα ‘σαι ευτυχισμένο».
Κι έτσι το αγόρι έκοψε τα κλαδιά της και τα πήρε μαζί του για να χτίσει το σπίτι του.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Μα το αγόρι έκανε πολύ καιρό να ξαναφανεί. Κι όταν γύρισε η μηλιά ήταν τόσο ευτυχισμένη που ούτε να μιλήσει καλά-καλά δεν μπορούσε.
«Έλα, Αγόρι», ψιθύρισε, «έλα να παίξεις»
«Είμαι πια πολύ γέρος και πολύ λυπημένος για να παίζω είπε το αγόρι. «Θέλω μια βάρκα να με πάρει μακριά. Μπορείς να μου δώσεις μια βάρκα;»
«Κόψε τον κορμό μου και φτιάξε μια βάρκα», είπε η μηλιά. «Έτσι θα μπορέσεις να φύγεις μακριά...και να ‘σαι ευτυχισμένο».
Και τότε το αγόρι έκοψε τον κορμό της έφτιαξε μια βάρκα κι έφυγε μακριά.
Κι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη...μα όχι πραγματικά.

Κι ύστερα από πολύ καιρό το αγόρι ξαναγύρισε.
«Λυπάμαι, Αγόρι», είπε η μηλιά, «μα δε μου απόμεινε τίποτα πια για να σου δώσω... Δεν έχω μήλα».
«Τα δόντια μου δεν είναι πια για μήλα», είπε το αγόρι.
«Δεν έχω κλαδιά», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να κάνεις κούνια...»
«Είμαι πολύ γέρος πια για να κάνω κούνια», είπε το αγόρι.
«Δεν έχω κορμό», είπε η μηλιά. «Δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις...»
«Είμαι πολύ κουρασμένος πια για να σκαρφαλώνω», είπε το αγόρι.

«Λυπάμαι», αναστέναξε η μηλιά. «Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω κάτι... μα δε μου απόμεινε τίποτα πια. Δεν είμαι παρά ένα γέρικο κούτσουρο. Λυπάμαι...»
«Δε θέλω και πολλά τώρα πια», είπε το αγόρι, «μονάχα ένα ήσυχο μέρος να κάτσω και να ξαποστάσω. Είμαι πολύ κουρασμένος».
«Τότε», είπε η μηλιά, κι ίσιωσε τον κορμό της, «τότε, ένα γέρικο κούτσουρο είναι ό,τι πρέπει να κάτσεις και να ξαποστάσεις. Έλα, Αγόρι, κάτσε. Κάτσε και ξεκουράσου».
Και το αγόρι έκατσε και ξεκουράστηκε.
Kι η μηλιά ήταν ευτυχισμένη.

Θέλω μια αγκαλιά!