Από Τρία μικρά χαριτωμένα κουάρκς... (το σύμπαν μου όλο)
Στις κόρες μου αρέσουν πολύ τα παραμύθια. Και σε ποιο παιδί δεν αρέσουν άλλωστε! Ξαπλώνουν το βράδυ στο κρεβάτι τους, παίρνουν το μαξιλάρι τους αγκαλιά και με κοιτάνε στα μάτια παρακλητικά.
-Έχει χρόνο σήμερα, ε;
Κι αν δεν έχει; Είναι μέρες που στύβω το μυαλό μου, που το ξεζουμίζω και αποτέλεσμα μηδέν. Είναι και μέρες που με πιάνει ο οίστρος του παραμυθά και αποζημιώνω τα τεντωμένα αυτάκια.
Μιαν απ' αυτές τις μέρες τους είπα το παραμύθι για το φεγγάρι και τον ήλιο. Και το λάτρεψαν. Όταν βγήκα απ' το δωμάτιό τους, στρογγυλοκάθισα μπρος στον υπολογιστή και το έγραψα. Έβαλα αλάτι, πιπέρι και τα σχετικά κι ύστερα το τύπωσα.
Συχνά πυκνά το ζητάνε χοροπηδώντας γύρω μου.
-Το παραμύθι με τον ήλιο μαμάαααααααααααααα!
-Ποιο παραμύθι; τις πειράζω, τάχα πως δε θυμάμαι.
-Αυτό, που το φεγγάρι ζήλευε τον ήλιο!!!
Το 'πιασαν το νόημα, σκέφτομαι και χαμογελάω. Ευτυχώς!
-Έχει χρόνο σήμερα, ε;
Κι αν δεν έχει; Είναι μέρες που στύβω το μυαλό μου, που το ξεζουμίζω και αποτέλεσμα μηδέν. Είναι και μέρες που με πιάνει ο οίστρος του παραμυθά και αποζημιώνω τα τεντωμένα αυτάκια.
Μιαν απ' αυτές τις μέρες τους είπα το παραμύθι για το φεγγάρι και τον ήλιο. Και το λάτρεψαν. Όταν βγήκα απ' το δωμάτιό τους, στρογγυλοκάθισα μπρος στον υπολογιστή και το έγραψα. Έβαλα αλάτι, πιπέρι και τα σχετικά κι ύστερα το τύπωσα.
Συχνά πυκνά το ζητάνε χοροπηδώντας γύρω μου.
-Το παραμύθι με τον ήλιο μαμάαααααααααααααα!
-Ποιο παραμύθι; τις πειράζω, τάχα πως δε θυμάμαι.
-Αυτό, που το φεγγάρι ζήλευε τον ήλιο!!!
Το 'πιασαν το νόημα, σκέφτομαι και χαμογελάω. Ευτυχώς!
Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που οι μάγισσες και οι νεράιδες και τα ξωτικά διαφέντευαν την πλάση και οι άνθρωποι είχαν τις ρίζες τους στο χώμα και τα μάτια τους στον ουρανό, πριν ακόμη να γίνει η μέρα και η νύχτα, τη γη ασταμάτητα το φως.
Ο ήλιος και το φεγγάρι ήσαν φίλοι γκαρδιακοί και κρέμονταν μαζί στο στερέωμα, σιμά ο ένας στον άλλον, να λένε τις πίκρες τους και τις χαρές και να κυλάει η ζωή έλουζε συντροφεμένα. Μα έτσι λαμπερός που ήτανε ο ήλιος, το φεγγάρι δε φαινότανε απ’ τη γη. Οι άνθρωποι αγνοούσαν την ύπαρξή του και δεν το μνημόνευαν στις προσευχές τους κι ούτε θυσίες του κάνανε και σπονδές. Τον ήλιο, αντίθετα, τον είχαν θεό κι αλλού τον ονόμασαν Απόλλωνα, αλλού Ρα, αλλού μολώχ, αλλού Λουγκ, αλλού Βάλδωρ κι αλλού Ίντι . Και του φτιάξανε βωμούς και θυσίαζαν για χάρη του μόσχους σιτευτούς και δυνατά κριάρια με στριφογυριστά κέρατα.
Στην αρχή το φεγγάρι λυπήθηκε αλλά δεν το ‘δειξε, «θα ‘ρθει κι η σειρά μου» σκεφτόταν κι όλο έριχνε τα μάτια του στην υδρόγειο να δει αν ξεφύτρωσε και για κείνο κανένας βωμός. Αλλά όσο περνούσε ο καιρός κι η κατάσταση έμενε ίδια κι απαράλλαχτη, τόσο το έτρωγε έγνοια βαριά, ζήλια ψυχοφθόρα, γιατί να μην έχει με τον ήλιο την ίδια τύχη. Κι αντί να φροντίσει την αφεντιά του να κάμει πιο φωταυγή και μεγαλόπρεπη, τον ήλιο επιβουλευόταν να σκοτεινιάσει, να γίνει κι αυτός χλωμός σαν κι ελόγου του και να ‘χουν να λένε οι θνητοί πως τα ‘χε καταφέρει να γίνει ηλίου φαεινότερον. Κι όσο δεν τα κατάφερνε τόσο σκύλιαζε, τόσο στον εαυτό του κλεινόταν, τόσο πιο μακριά έφευγε απ’ τον αλλοτινό του φίλο.
Και ο ήλιος, αγνοώντας τι συνέβαινε, ανησύχησε με την κατήφεια του φεγγαριού κι έστειλε ένα άστρο απεσταλμένο του να μάθει. Και σαν του ήρθαν πίσω τα μαντάτα, θλίψη μεγάλη τον κατέλαβε. Δίκαιος ήταν, δεν την χώνεψε μια τέτοιαν αδικία που την ύπαρξή της δεν είχε αντιληφθεί κι έστυβε το μυαλό του πώς να την αποκαταστήσει. Την αίγλη του να λιγοστέψει δεν μπορούσε μα ούτε και το φεγγάρι να φωταγωγήσει περισσότερο και πέρασε καιρός ώσπου να βρει τη λύση. Στο τέλος τα κατάφερε κι έστειλε ξανά στο φίλο του το αστέρι με το μήνυμα πως είχε βρει τρόπο να μετριάσει την ανισότητα. Χώρισε το χρόνο σε εικοσιτετράωρα και κάθε εικοσιτετράωρο σε ημέρα και νύχτα. Τη μέρα θα πρόβαλε εκείνος πάνω απ’ τους λόφους και θα φώτιζε τη γη και τη νύχτα, όταν ο ίδιος θα πήγαινε να κρυφτεί, θα ήταν η σειρά του φεγγαριού να βασιλέψει στον ουράνιο θόλο.
Το φεγγάρι δέχτηκε με αγαλλίαση τούτη τη διευθέτηση. Κι όταν για πρώτη φορά οι άνθρωποι είδαν τον ουρανό να σκοτεινιάζει και το σεληνόφως να προβάλει ασημένιο, πιο αδύναμο απ’ τις ηλιαχτίδες αλλά μαγικό να φαντάζει διαπερνώντας το έρεβος, δέος μέγα τους κατέλαβε πως θεός καινούριος είχε γεννηθεί κι αρχίσανε να το λατρεύουν κατά πώς του έπρεπε. Και του φτιάξανε βωμούς και του κάνανε σπονδές και θυσίες κι άρχισε επιτέλους ένδοξα η βασιλεία της λαμπερής θεάς Ίσιδος .
Κι από τότε οι άνθρωποι χωριστήκανε σε δυο κατηγορίες, σε κείνους που τη σελήνη έχουν για θεό τους κι ό,τι λάμπει περισσότερο προσπαθούν με ατιμίες να το σκιάσουν για να φανούν οι ίδιοι και σ’ αυτούς που, πιστοί στον ήλιο, κρύβουν κάποιες φορές το φέγγος τους για να φανεί η όποια μαρμαρυγή των φαύλων…
Τέλος παραμυθιού... Καλησπέρα σας :)