Γράφει: Σφήκα Δήμητρα, Κλινική Ψυχολόγος - Οικογενειακή θεραπεύτρια
«Να είσαι κύριος του εαυτού σου
πριν να γίνεις δάσκαλος των άλλων».
Ένα από τα πιο δύσκολα επαγγέλματα είναι εκείνο του εκπαιδευτικού λόγω του ότι βρίσκεται σε μια τόσο στενή και βαθιά σχέση ψυχικής αλληλεπίδρασης και αλληλεξάρτησης με τα παιδιά με τα οποία έρχεται σε επαφή, ώστε τα αποτελέσματά της εργασίας του κυρίως να εξαρτώνται από τη σχέση που δημιουργείται και όχι από τις δικές του ενέργειες.
Αφήνοντας την οικογένειά εντασσόμαστε στο σχολικό πλαίσιο φτιάχνοντας καινούργιους δεσμούς με τους εκπαιδευτικούς μας και τους συμμαθητές μας. Οι μαθητές μεταφέρουν στους εκπαιδευτικούς τις εικόνες των γονιών τους μαζί με τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτές.
Ο εκπαιδευτικός σαν σύμβολο εξουσίας ξυπνά στο μαθητή τις αντιδράσεις απέναντι στην πατρική φιγούρα και ότι αυτή η αντιπροσωπεύει για τον κάθε ένα ξεχωριστά. Εκτός όμως από τον εκπαιδευτικό, και οι συμμαθητές μπορούν να προκαλέσουν αντιδράσεις σύμφωνα με τα βιώματα που είχε μέσα στην οικογένεια με τα αδέλφια του και τις αδελφές του.
Αυτή η συμπεριφορά, όπως είναι φυσιολογικό, προκαλεί τόσο στον εκπαιδευτικό όσο και στους συμμαθητές ανάλογες αντιδράσεις. Το σχολικό περιβάλλον αναπαράγει το οικογενειακό περιβάλλον και έτσι το μεταφέρει σε ένα διευρυμένο κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή σ’ αυτή την περίπτωση στο σχολικό πλαίσιο.
Οι εκπαιδευτικοί γίνονται αποδέκτες ισχυρών θετικών και αρνητικών συναισθημάτων. Όμως η κατάσταση στην οποία αναπτύσσονται τα συναισθήματα αυτά και ο τρόπος συμπεριφοράς του ίδιου του εκπαιδευτικού, καθώς και αυτά που γνωρίζει για τον εαυτό του, μοιάζουν να μη δικαιολογούν την παρουσία τους.
Άλλοτε λοιπόν οι εκπαιδευτικοί νιώθουν κολακευμένοι, άλλοτε πληγωμένοι, τις περισσότερες φορές φαίνεται ότι αγνοούν την ύπαρξη αυτών των συναισθημάτων, αλλά και όταν τα υποψιάζονται αμυδρά, καταλήγουν να υποτιμούν τη δύναμή τους και την ισχυρή επίδραση που ασκούν πάνω στη σχέση μαθητή-καθηγητή και κατά συνέπεια στη μαθησιακή ικανότητα.
Όταν υπερισχύουν τα συναισθήματα φόβου ή φθόνου ή και τα δύο μαζί, εμπλέκονται ή ακόμα και εμποδίζουν τη διαδικασία της μάθησης. Ενώ σε αντίθεση, ο θαυμασμός, η αγάπη και η ευγνωμοσύνη μπορούν να ενθαρρύνουν και διευκολύνουν την επιθυμία του μαθητή για να μάθει. Αν λοιπόν ο εκπαιδευτικός μπορέσει να κατανοήσει, τη βάση της συναισθηματικής επένδυσης του μαθητή, μπορεί να αποκτήσει έτσι μια πιο αντικειμενική άποψη για την σχέση που δημιουργείται αλλά και για τη σχολική επίδοση του μαθητή.
Κατανοώντας λοιπόν αυτή τη συναισθηματική διαδικασία ο εκπαιδευτικός δεν κινδυνεύει να παρασυρθεί από τον κολακευτικό θαυμασμό ενός μαθητή, και καταλαβαίνει ότι αυτός δεν είναι παρά η προσωποποίηση εκείνη τη στιγμή κάποιου επιθυμητού φαντασιωσικού αντικειμένου του μαθητή και η επίγνωση αυτή τον βοηθά να συνειδητοποιήσει ότι η αγάπη με την οποία ένας μαθητής έρχεται στο σχολείο, μπορεί να οφείλεται μεν σε μεγάλο βαθμό στην αγάπη του για τους νέους, η οποία όμως ενισχύεται από τις καλές σχέσεις που έχει ο νέος στο σπίτι του, και να μη θεωρεί ότι αυτός προκάλεσε όλη αυτή τη θετική συμπεριφορά.
Με την ίδια δε λογική, η καχυποψία και η εχθρότητα ενός μαθητή δεν πρέπει να θεωρείται σαν προσωπική επίθεση που πληγώνει τον καθηγητή και τον θυμώνει, αλλά ότι είναι αποτέλεσμα παλαιότερων βιωμάτων.
Όμως ό,τι και να φέρνουν τα άτομα σε μια νέα κατάσταση, δεν παύουν να διατηρούν την αίσθηση της πραγματικότητας και να συγκρίνουν τις πραγματικές τους εμπειρίες με τις προκατασκευασμένες ιδέες. Αν λοιπόν ο καθηγητής μπορεί να προσφέρει μια εμπειρία διαφορετική από εκείνη που ο μαθητής φοβάται, τώρα έχει μια νέα ευκαιρία να προσαρμόσει την εικόνα που έχει ο μαθητής για τον κόσμο και να μπορέσει να αναπτυχθεί πάνω στη βάση της νέας αυτής εμπειρίας παίρνοντας έτσι και το ρόλο του ενήλικα υποστηρικτή και κάνοντας ισχυρά συναισθήματα που είναι ζωντανά και δραστήρια και που προέρχονται από το παρελθόν να αλλάξουν στο πλαίσιο μιας καινούργιας σχέσης.
Επομένως στο σχολείο, όπου ο μαθητής περνά ένα μεγάλο μέρος της ζωής του οι καθηγητές που σαν ενήλικες ασκούν μεγάλη επιρροή μπορούν να του προσφέρουν εμπειρίες οι οποίες είναι σε θέση να ενθαρρύνουν την εμπιστοσύνη βοηθώντας στην περαιτέρω ανάπτυξη του.
Ο εκπαιδευτικός στο σχολικό πλαίσιο βρίσκεται μπροστά σε δύο έφηβους: τον έφηβο που έχει μπροστά του και τον έφηβο εκείνο που του θυμίζει τα δικά του βιώματα, τις δικές του αναμνήσεις, τα δικά του απωθημένα της εφηβικής του ηλικίας, με αποτέλεσμα να του προκαλούνται διάφορα συναισθήματα. Τα συναισθήματα αυτά περιλαμβάνουν όλο το φάσμα των ανθρώπινων συναισθημάτων, αλλά τα πιο ενδιαφέροντα είναι εκείνα που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της μαθησιακής διαδικασίας.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, ο καθηγητής αντιμετωπίζει από τη μία μεριά το μαθητή σαν ενήλικας που έχει αναλάβει την ευθύνη της εκπαίδευσής του και από την άλλη μεριά βασίζεται στις δικές του εμπειρίες ως έφηβου, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα σχετικά με τα συναισθήματα που του προκαλούνται όταν βρίσκεται με τους έφηβους μαθητές του.
Τα συναισθήματα του καθηγητή προς τους μαθητές περιλαμβάνουν διάφορα στοιχεία που είναι τα εξής με λίγα λόγια:
- Αρχικά περιλαμβάνουν τις επιθυμίες, τους φόβους, τους πόθους, το μίσος και την αγάπη του εκπαιδευτικού. Αυτά τα συναισθήματα τον βοηθούν βέβαια και στο να μπορεί να καταλάβει πολύ καλύτερα τους έφηβους αλλά παράλληλα αυξάνεται το άγχος του γιατί γίνεται πιο ευάλωτος απέναντι στα συναισθήματα των μαθητών του.
- Ένα άλλο στοιχείο που περιλαμβάνουν τα συναισθήματα του εκπαιδευτικού είναι η εικόνα του ενήλικα που έχει εσωτερικεύσει, για παράδειγμα του ισχυρού ή του αδύναμου, του εύθραυστου ή του ενήλικα που ακολουθεί τις παρορμήσεις του χωρίς να ενδιαφέρεται για τους άλλους.
- Και το τελευταίο στοιχείο που περιλαμβάνουν τα συναισθήματα του καθηγητή είναι η φύση της σχέσης ανάμεσα στον ενήλικα και τον έφηβο. Δηλαδή, πώς ο εκπαιδευτικός νιώθει πως πρέπει να είναι οι σχέσεις ενός έφηβου και ενός ενήλικα. Να είναι ο έφηβος υπάκουος και ο ενήλικας ανώτερος, ή ο ενήλικας να είναι υποχωρητικός και ο έφηβος διεκδικητικός, γεγονός που κατά πολύ εξαρτάται από το πώς βίωνε ο εκπαιδευτικός, όταν ήταν έφηβος, τις δικές του σχέσεις με τους ενήλικες.
Πολύ σημαντικό λοιπόν για τον εκπαιδευτικό είναι να μπορεί να συνειδητοποιεί τις ασυνείδητες επιθυμίες του και τις στάσεις του που μπαίνουν κατά ένα τρόπο στη ζωή του και να προσπαθεί να ελαχιστοποιεί την παρέμβασή τους στο επάγγελμά του.
Όπως είναι προφανές, στη δουλειά του ο εκπαιδευτικός είναι διαρκώς εκτεθειμένος σε πίεση και κάποιες φορές κάποιοι μαθητές πυροδοτούν τις πιο αντίξοες πλευρές της ιδιοσυγκρασίας του. Ωστόσο είναι πολύ βοηθητικό στο να αποκτά επίγνωση των ατομικών προκαταλήψεων και αδυναμιών του. Αυτό δεν είναι μόνο σημαντικό για τους μαθητές αλλά και για τον ίδιο τον εκπαιδευτικό επειδή του επιτρέπει να νιώθει μεγαλύτερη ενήλικη ικανοποίηση από την εργασία του.
Από τη σχέση του εκπαιδευτικού με το μαθητή, όμως, πρέπει να επωφελούνται και οι δύο. Όπως ακριβώς οι γονείς αναπτύσσονται και απολαμβάνουν την πρόκληση που τους προσφέρει η ανατροφή των παιδιών τους, έτσι και ο εκπαιδευτικός πρέπει στην επαγγελματική του πορεία να αναπτύσσεται ψυχικά και συναισθηματικά μέσα από την πρόκληση που του προσφέρει η επαφή με τους μαθητές του.
Οι εκπαιδευτικοί φαίνεται να έχουν φιλοδοξίες οι οποίες αφορούν στο να μπορούν να μεταδώσουν γνώσεις και ικανότητες στους άλλους, καθώς και στο να μεταδώσουν την ικανότητα για επιτυχία, να προωθήσουν την προσωπική ανάπτυξη των μαθητών, έχοντας κατά κάποιο τρόπο, μια λειτουργία παρόμοια και συμπληρωματική εκείνης των γονέων και στο να αναπτύξουν μια φιλική στάση απέναντι στους μαθητές βρισκόμενοι έτσι συχνά στο ρόλο του φίλου και προσφέροντας συμβουλές.
Όλα τα παραπάνω που αναφέρθηκαν θα μπορούσαν να είναι πολύ θετικά, όταν υπάρχει μια ισορροπία, αντίθετα θα μπορούσαν να αποβούν αρνητικά όταν χαθούν κάποια όρια και ο εκπαιδευτικός φύγει από το ρόλο του, λόγω προσωπικών του αναγκών.
Κάποιες φορές μία από τις φιλοδοξίες του εκπαιδευτικού είναι η προώθηση της προσωπικής ανάπτυξης των μαθητών με αποτέλεσμα να έχουν μια λειτουργία παρόμοια και συμπληρωματική εκείνης των γονέων. Το αποτέλεσμα αυτής της γονεϊκής πλευράς της σχέσης είναι να βιώνουν τους μαθητές σαν δικά τους παιδιά.
Αυτό μπορεί να έχει κάποιο όφελος, ωστόσο πρέπει να εξετάσει ο εκπαιδευτικός προσεκτικά την εικόνα που έχει για τη φύση των γονεϊκών σχέσεων και να διερωτάται κατά πόσο η γονεϊκή αυτή λειτουργία προωθεί την ανάπτυξη ή προσπαθεί να κάνει τους έφηβους κατ’ εικόνα και ομοίωσή του. Μήπως δηλαδή επιθυμεί να επιβάλλει τα δικά του πρότυπα στους έφηβους ή μπορεί και έχει την ικανότητα να αφήνει τους μαθητές του να έχουν τα δικά τους συστήματα αξιών και το δικό τους χώρο προκειμένου να αναπτύξουν την ατομικότητά τους.
Συχνά η άποψη ότι οι νέοι χρειάζονται κάποιον να τους καθοδηγεί πηγάζει από την ανάγκη μας να έχουμε άτομα που είναι εξαρτημένα από εμάς και αν πιθανολογήσουμε ότι δεν παίρνουμε εκείνη την ικανοποίηση που επιθυμούμε από την προσωπική μας ζωή, μπορεί να διατρέχουμε τον κίνδυνο να κατακλύζουμε με προσοχή τους νέους προκειμένου να κερδίσουμε την αγάπη τους και να τους γίνουμε απαραίτητοι. Με τον τρόπο βέβαια αυτό δεν βοηθάμε καθόλου τη συναισθηματική τους ανάπτυξη, και στην πραγματικότητα, ενθαρρύνουμε την παθητικότητα τους, γιατί δεν τους προσφέρουμε το κίνητρο να παλέψουν με τις αναπόφευκτες ματαιώσεις της ζωής και να μπορέσουν στη συνέχεια να στηριχθούν στις δυνάμεις τους.
Σε ότι αφορά τη στάση του εκπαιδευτικού, αυτή μπορεί να ενθαρρύνει την ανάπτυξη μιας ώριμης συμπεριφοράς των μαθητών, φερόμενος σαν υπεύθυνος ενήλικας, στη σχέση του με τους μαθητές του.
Οι φόβοι του εκπαιδευτικού σχετικά με το ρόλο του μπορεί να έχουν να κάνουν ή με τα επικριτικά σχόλια και με την εχθρότητα από τη μεριά των μαθητών προς τον εκπαιδευτικό, ή με την απώλεια ελέγχου του εκπαιδευτικού πάνω στους μαθητές του.
Όλοι οι άνθρωποι φοβόμαστε, ως γνωστό την εχθρότητα των άλλων απέναντι μας. Στην περίπτωση όμως του εκπαιδευτικού είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι ο θυμός των μαθητών είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας της μάθησης γιατί η μαθησιακή διαδικασία από μόνη της πολλές φορές προκαλεί δυσφορία και κατά συνέπεια αισθήματα επιθετικότητας απέναντι στο πρόσωπο ή στο σύστημα που την εκπροσωπεί.
Ο εκπαιδευτικός όμως ο οποίος φοβάται τα εχθρικά συναισθήματα των μαθητών του, αποφεύγει σιγά-σιγά να έχει απαιτήσεις απ’ αυτούς για να μην τους δυσαρεστήσει. Έτσι μια μη ρεαλιστική αξιολόγηση της εργασίας του μαθητή από τον εκπαιδευτικό, εμποδίζει το μαθητή να επιτύχει το μέγιστο για το οποίο είναι ικανός.
Ο εκπαιδευτικός που δεν αντέχει τα αρνητικά συναισθήματα του μαθητή, τον αναγκάζει να τα αποθηκεύσει και να τα εκδηλώσει αλλού, είτε απέναντι σε κάποιον άλλον καθηγητή είτε σε κάποιον έξω από το σχολείο. Και όταν δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να αντέξει αυτά τα επιθετικά συναισθήματα, τότε ο μαθητής προσπαθεί να τα διώξει για να μην προκαλεί εμπόδιο με το κόστος του εσωτερικού ψυχικού πόνου ή σε άλλη περίπτωση, γίνεται πιο βίαιος, ελπίζοντας ότι κάποιος θα τον πάρει στα σοβαρά και θα τον βοηθήσει να χειριστεί την επιθετικότητά του βάζοντάς του επιτέλους κάποια όρια.
Ο εκπαιδευτικός συχνά αντιμετωπίζει κάποια προβλήματα τα οποία αφορούν τη σχέση του με τους γονείς των παιδιών, θεωρώντας και αποδίδοντας σε αυτούς συχνά κάθε δυσκολία την οποία συναντά. Ως γνωστό, είναι πάντα ευκολότερο να αποδίδουμε τις ευθύνες σε άλλους από ότι να εξετάζουμε τη συμβολή των άμεσα εμπλεκόμενων, δηλαδή του μαθητή και του εκπαιδευτικού, στην προβληματική συμπεριφορά. Μια συμπεριφορά που είναι εχθρική απέναντι στους γονείς κάνει το μαθητή να αποκτήσει εχθρικά συναισθήματα απέναντι στην οικογένειά του και να θεωρήσει υπεύθυνους τους γονείς του για την οποιαδήποτε δυστυχία του.
Συχνά κάποιοι εκπαιδευτικοί ακούγεται να λένε στους μαθητές: «Να φέρεις τους γονείς σου» πράγμα που δηλώνει ότι οι γονείς είναι οι παραβάτες που πρέπει να έρθουν στο σχολείο και να τ’ ακούσουν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την απροθυμία πολλών γονιών να έρχονται σε επαφή με το σχολείο. Νιώθουν τρόμο στην ιδέα ότι κάποιοι θα τους αποδώσουν ευθύνες ή θα τους κάνουν να νιώσουν ανεπαρκείς.
Σημαντικό, είναι ο εκπαιδευτικός να μην έχει την τάση να τονίζει διαρκώς στους γονείς τα λάθη των παιδιών τους, αλλά τις καλές τους ιδιότητες ενθαρρύνοντας έτσι μια καλύτερη επικοινωνία και γεφυρώνοντας σημαντικά τις σχέσεις εκπαιδευτικού – μαθητή – οικογένεια.
Χρειάζεται ενθάρρυνση για να αναπτυχθεί με το εκπαιδευτικό προσωπικό μια σχέση ισότιμη ως ενήλικες καθώς και η συνειδητοποίηση του ότι χρειάζεται «Να είσαι κύριος του εαυτού σου πριν να είσαι δάσκαλος των άλλων».
Πηγές: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μοκό Ζ., Ψυχανάλυση και εκπαίδευση, Καστανιώτης, Αθήνα 1997 Βίννικοτ Ν., Συζητήσεις με τους γονείς, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994
Σάλτζμπεργκερ - Ουίτενμπεργκ Ι., Η Συναισθηματική εμπειρία της μάθησης και της διδασκαλίας, Καστανιώτης, Αθήνα 1996 Εγχειρίδιο για την ψυχοκοινωνική υγεία του παιδιού και του εφήβου, Εκδόσεις Γ.Γ.Ν.Γ.