Μια φορά κι έναν καιρό, στα πολύ – πολύ παλιά χρόνια, τίποτα ζωντανό δεν υπήρχε πάνω στη γη. Στις στεριές και τις θάλασσες, στις λίμνες, στα ποτάμια και στον αέρα, ούτε ένα τόσο δα ζωάκι ή ψαράκι ή πουλάκι δεν υπήρχε και στα απέραντα λιβάδια ούτε μια πεταλούδα δεν πετούσε και ούτε ένα ζουζουνάκι δεν ζουζούνιζε.
Δεν υπήρχε καμιά ζωή, καμιά. Μόνο πάνω στο σπίτι τους, στον Όλυμπο, οι θεοί οι δώδεκα από ψηλά χαίρονταν τον όμορφο κόσμο.
Ήρθε όμως η ώρα να ζωντανέψει η γη και κάθε λογής ζωντανά πλάσματα, μικρά και μεγάλα, να γεμίσουν το γαλάζιο πλανήτη μας.
Ξεκίνησαν λοιπόν οι θεοί από τον Όλυμπο και μπήκαν βαθιά μέσα στη γη σε μια τεράστια σπηλιά και άρχισαν να φτιάχνουν τα ζωντανά πλάσματα.
Πήραν χώμα, νερό, φωτιά και διάφορα άλλα υλικά πολλά, και τα ζύμωσαν καλά-καλά.
Μετά έβαλαν το ζωντανό αυτό ζυμάρι σε όμοια καλούπια και έτσι έφτιαξαν όλα τα ζώα στο ίδιο σχήμα και στο ίδιο μέγεθος και με το ίδιο ακριβώς χρώμα.
Ίδια ακριβώς ήταν όλα και ίδιος με αυτά και ο άνθρωπος!!
Κουράστηκαν όμως οι θεοί, επειδή εκατομμύρια ζώα έφτιαξαν, και τότε ο αρχηγός τους, ο Δίας είπε:
-Άντε, πάμε στο σπίτι μας, στον Όλυμπο, να φάμε αμβροσία, να πιούμε νέκταρ και να ξεκουραστούμε.
-Πατέρα, του λέει η Αθηνά που ήταν σοφή και γνωστική, δεν τελειώσαμε τη δουλειά μας εδώ. Πρέπει να στολίσουμε τα ζώα όλα και να τους δώσουμε χαρίσματα για να διαφέρουν το ένα από το άλλο. Δεν είναι σωστό να γεμίσει η γη με όμοια ζώα.
-Βαρέθηκα, της απάντησε ο Δίας. Αυτή τη δουλειά θα την κάνουν άλλοι. Πάμε να φύγουμε.
Έφυγαν λοιπόν από την τεράστια σπηλιά, που ήταν βαθιά μέσα στη γη, οι θεοί και άφησαν όλα τα ζώα, και τον άνθρωπο να είναι ακριβώς ίδια μεταξύ τους.
Έφαγαν, λοιπόν, οι θεοί, ήπιαν και ξεκουράστηκαν και ο αρχηγός τους, ο Δίας, φώναξε δυο αδέρφια δίδυμα, δυο Τιτάνες, τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα για να μοιράσουν διαφορετικά δώρα και στολίδια στα ζώα, και χρώματα και φτερά και γούνες και δόντια και μέγεθος και δυνάμεις.
Ο Προμηθέας ήταν σοφός και πρώτα σκεφτόταν κάτι και μετά το έκανε, ο Επιμηθέας όμως ήταν λιγάκι χαζούλης, αφού έκανε πράγματα χωρίς να τα καλοσκεφτεί.
Ήταν όμως και ζηλιάρης και γκρινιάρης και, επειδή νόμιζε ότι αυτή η σοβαρή δουλειά ήταν ένα παιχνίδι, ζήταγε με κλάματα πολλά να τον αφήσει ο αδερφός του αυτός μόνος του να κάνει τη μοιρασιά των δώρων στα ζώα.
-Άφησέ με, του έλεγε, άφησέ με και μετά θα δεις πόσο όμορφα και σωστά θα μοιράσω τα δώρα και τα χαρίσματα.
Τι να κάνει και ο Προμηθέας; Του έκανε το χατίρι και άφησε μόνο του τον αδερφό του μέσα στην τεράστια σπηλιά.
Μα πριν φύγει σκέφτηκε: “Δε βαριέσαι; Ας τον αφήσω να μοιράσει τα δώρα και άμα κάνει κανένα λάθος θα το διορθώσω εγώ μετά”.
Πέταγε από τη χαρά του ο χαζούλης ο Επιμηθέας και άρχισε να ανοίγει τα μεγάλα μπαούλα με τα δώρα και τα χαρίσματα.
Στο πρώτο από τα πολλά μπαούλα που βρίσκονταν μπροστά του βρήκε μεγέθη και ταχύτητα και άρχισε να τα δίνει στα ζώα.
Έφτιαξε από πολύ-πολύ μικρά, όπως το μυρμηγκάκι, μέχρι πολύ-πολύ μεγάλα, όπως τον ελέφαντα, από πολύ γρήγορα, όπως το λαγό, μέχρι ζωάκια που περπατάνε πολύ αργά σαν τη χελώνα.
Άνοιξε το δεύτερο μεγάλο μπαούλο και θάμπωσαν τα μάτια του από τα πολλά χρώματα που είδε μέσα. Χρώματα σκούρα και ανοιχτά, πολλά, πάρα πολλά. Αμέσως άρχισε να τα χαρίζει στα ζώα που μαζεύτηκαν γύρω του και σπρώχνονταν για να πάρουν τα πιο όμορφα χρώματα.
Έτσι ο παπαγάλος καμάρωνε για το φωτεινό πράσινο χρώμα που πήρε, και το καναρινάκι για το γλυκό κίτρινο χρώμα του.
Και όλα τα ζώα είχαν πια διαφορετικά χρώματα και άρχισαν να ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο.
Σε άλλα μπαούλα βρήκε γούνες και φτερά και τα έδωσε στα ζώα.
Η αλεπού ήταν πολύ περήφανη για τη γούνα της και την έβρισκε πολύ πιο όμορφη από τις γούνες της αρκούδας ή της γάτας, ή ακόμη και από τη χαίτη του λιονταριού.
Και όταν μοίρασε τα φτερά και τα λέπια; Γέμισε ο τόπος πεταλούδες και έγινε χαλασμός μέσα στη σπηλιά από τα πετάγματα των πουλιών που βιάζονταν να βγουν έξω και να δοκιμάσουν τα φτερά τους στον αέρα και τα ψάρια ήθελαν γρήγορα-γρήγορα να μπουν στα νερά για να κολυμπήσουν.
Έδωσε μετά νύχια, μεγάλα και μικρά, δόντια, δύναμη και όλα τα άλλα δώρα και τα χαρίσματα που κάνουν τα ζώα να είναι τόσο ξεχωριστά.
Έριξε μια ματιά γύρω του και είδε ότι όλα τα μπαούλα ήταν άδεια πια.
-Τέλειωσαν όλα τα δώρα, είπε, τέλειωσε και η δουλειά μου. Καλά τα κατάφερα.
Πολύ ευχαριστημένος από τη μοιρασιά που έκανε, κάθισε σε ένα βραχάκι να ξεκουραστεί και τότε είδε κάτι που έκανε το αίμα του να παγώσει.
Δίπλα του, ακριβώς μπροστά στα μάτια του είδε το πιο σπουδαίο από όλα τα ζωντανά πλάσματα να μην έχει πάρει κανένα απολύτως δώρο, κανένα χάρισμα.
Το πλάσμα αυτό ήταν ο άνθρωπος!!
-Πω, πω!! Τι θα κάνω τώρα; Τι θα κάνω; άφησα τον άνθρωπο χωρίς κανένα χάρισμα, φώναξε απελπισμένος. Θα θυμώσει ο αδερφός μου πολύ αλλά περισσότερο θα θυμώσει μαζί μου ο Δίας και θα με ρίξει στα τάρταρα, επειδή ο άνθρωπος χωρίς κανένα δώρο δε θα μπορέσει να ζήσει, και άρχισε να κλαίει.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην τεράστια σπηλιά ο Προμηθέας και άκουσε τις φωνές του.
-Καλά έκανα και δε σε εμπιστευόμουν του είπε. Είσαι ανόητος και επιπόλαιος. Πάλι εγώ πρέπει να διορθώσω το λάθος σου.
Σκέφτηκε για πολλή ώρα ο Προμηθέας και αποφάσισε να κλέψει από το σπίτι του Δία στον Όλυμπο δυο δώρα για να τα χαρίσει στον άνθρωπο.
Κρυφά-κρυφά μπήκε στο παλάτι του αρχηγού των θεών από ένα ανοιχτό παραθυράκι και έκλεψε τη φωτιά και την εξυπνάδα του μυαλού.Ξαναπήγε στην τεράστια σπηλιά και έδωσε αυτά τα δώρα στον άνθρωπο για να μπορέσει να ζήσει.
Ανέβηκε λοιπόν και ο άνθρωπος πάνω στη γη και με τη φωτιά και την εξυπνάδα του κάπως τα κατάφερνε στην αρχή.
Βρήκε με το μυαλό του πώς να φτιάχνει ρούχα ζεστά, επειδή δεν είχε γούνα όπως άλλα ζώα. Έμαθε από μόνος του να φτιάχνει εργαλεία και όπλα με τη βοήθεια της φωτιάς, αλλά είχε ένα πρόβλημα μεγάλο.
Μόλις συναντούσε ο ένας άνθρωπος άλλους και αποφάσιζαν να ζήσουν μαζί για να μπορούν να πολεμάνε τα μεγάλα θηρία, συνέχεια τσακωνόντουσαν, συνέχεια!!
-Πάει, θα χαθούν οι άνθρωποι, σκέφτηκε ο Δίας, που από τον Όλυμπο ψηλά έβλεπε τους τσακωμούς τους. Κάτι πρέπει να κάνω. Πρέπει να τους χαρίσω άλλα δυο δώρα για να μπορέσουν να ζήσουν μαζί, να φτιάξουν πόλεις και να προκόψουν.
Φώναξε τον Ερμή τότε, το θεό που έχει φτερά στα σαντάλια του και του είπε:
-Πάρε αυτά τα δυο δώρα Ερμή και πήγαινέ τα στους ανθρώπους για να μπορέσουν να ζήσουν μαζί σε χωριά και σε πόλεις. Αλλιώς τα θηρία θα τους φάνε.
Πρόσεξε όμως. Τα δώρα αυτά να τα δώσεις σε όλους τους ανθρώπους και όχι σε μερικούς μόνο.
-Και ποια δώρα είναι αυτά, αρχηγέ των θεών; ρώτησε ο Ερμής;
-Τα δώρα αυτά είναι ο Σεβασμός και η Δικαιοσύνη Ερμή.
Και να πεις στους ανθρώπους ότι, εάν αυτά τα δυο δώρα μου δεν τα κάνουν ΟΛΟΙ δικά τους και δεν τα τιμήσουν, τότε θα καταστραφούν.
Αν όμως τα αγαπήσουν, τότε θα προκόψουν
και θα είναι ευτυχισμένοι.
Και από τότε οι άνθρωποι, όταν ξεχνούν
το Σεβασμό και τη Δικαιοσύνη,
δεν περνούν καλά και υποφέρουν και κλαίνε.
Όταν όμως σέβονται τον εαυτό τους και τους άλλους
και είναι δίκαιοι,
τότε έχουν χαρά και είναι ευτυχισμένοι.
Διασκευή από το έργο του Πλάτωνα "Πρωταγόρας" (320D-323A)