Σελίδες

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Παραμύθι: Ο Βυθούλης γνωρίζει τον Ήλιο

Μια φορά, τότε που κόντευε ο καιρός, ο Ήλιος είχε κατέβει πολύ χαμηλά και φιλούσε τη θάλασσα, εκεί ακριβώς που αρχίζει καθημερινά και χάνεται όταν η Γη- γυρισμένη στο ένα της πλευρό- θέλει να ξεκουραστεί.

Το φιλί αυτό τον μάγεψε τόσο, που θέλησε να πραγματοποιήσει αμέσως ένα παλιό του όνειρο. Να γνωρίσει τον κόσμο που ζούσε μέσα της. Αντί λοιπόν να ταξιδέψει γι’ άλλες πολιτείες, άφησε τους ανθρώπους να κοιμηθούν λίγο παραπάνω και βυθίστηκε στο θαλασσινό νερό, δροσίζοντας με μεγάλη ευχαρίστηση τις ακτίνες του.
Δεν άργησε, κυλώντας απαλά, να φτάσει στον πιο βαθύ απ’ όλους τους βυθούς, εκεί που ζούσε ο Βυθούλης με την οικογένειά του, σ’ ένα όμορφο θαλασσοχωριό, που όμοιό του ο Ήλιος δεν είχε ξαναδεί ούτε πάνω στη Γη.

Ο Βυθούλης, το όμορφο μικρό ψαράκι που έβγαζε 

απ’ το κορμάκι του μια δική του μικρή ανταύγεια για να βλέπει, μέσα στον τόσο σκοτεινό βυθό, θαμπώθηκε απ’ το ξαφνικό φως. Τα πάντα έλαμψαν γύρω του και είδε για πρώτη φορά καθαρά τον όμορφο κόσμο μέσα στον οποίο ζούσε.

Είναι αλήθεια πως στην αρχή αναστατώθηκε τόσο πολύ, που τίναζε την ουρίτσα του μια πάνω, μια κάτω, μια δεξιά και μια αριστερά, ύστερα γύριζε γύρω από τον εαυτό του, μέχρι που έχωσε τη μουσούδα του μέσα στην άμμο κι έκλεισε τα μάτια.

-Άνοιξε τα μάτια σου, του ψιθύρισε ο Ήλιος, και μη φοβάσαι πια. Χαίρομαι που σε γνώρισα. Ήλθα από πολύ μακριά και θέλω να δείξω σε σένα και στους φίλους σου πόσο όμορφα είναι μέχρι εκεί που φτάνει το φως μου.

Ο Βυθούλης σήκωσε τα μάτια, για να δει μέχρι πού φτάνει το φως του Ήλιου, αλλά δεν τα κατάφερε. Γιατί το φως εκείνο δεν τελείωνε πουθενά. Έκανε πολλές προσπάθειες να κολυμπήσει πιο ψηλά για να δει και πιο πέρα, αλλά κάποια στιγμή η καρδούλα του φούσκωσε απ’ το φόβο, καθώς άγνωστοι ήχοι και σκιές έφταναν γύρω του και ξαναγύρισε τρέχοντας στη θαλασσοπλατεία του χωριού του. Δίπλωσε την ουρίτσα του και καθόταν σκεφτικός, μια εδώ και μια εκεί, αλλά δεν ησύχαζε.

Μα ο Ήλιος χαμογελούσε πάντα και το χαμόγελο αυτό τού έδινε θάρρος. Έτσι, κατάφερε το άλλο πρωί να ξυπνήσει χαρούμενος και δυνατός και χαμογέλασε στον Ήλιο πρώτος.

Γύρω απ’ τον Ήλιο, που έμοιαζε αυτό το πρωινό να χορεύει- χοπ μια, ανεβαίνοντας λίγο απ’ το βυθό, χοπ δυο, πηδώντας λίγο πιο κει, χοπ τρεις, ακουμπώντας στα φύκια και στα θαλασσινά χαλίκια- είχαν μαζευτεί όλοι οι κάτοικοι του θαλασσοχωριού. Ήταν εκεί οι γονείς τού Βυθούλη, ο Στρειδοκέλυφος, ο Αχινομύτης, το Γαλάζιο Δελφίνι κι άλλοι πολλοί. Σε λίγο φάνηκε να έρχεται βιαστική και η Περκαστικούλα.

Είχαν ξετρελαθεί όλοι με τα θαλασσοχρώματα και τον άγνωστο θαλασσοουρανό, που απλωνόταν ως πολύ ψηλά πάνω τους και τους καλούσε να τον κολυμπήσουν αλλά και τους τρόμαζε.

Ο Βυθούλης τους βρήκε να κουβεντιάζουν και να κουνάνε ζωηρά τα πτερύγια και τα κεφάλια τους κι άλλοτε να στριφογυρνάνε ανυπόμονα.
 

Έγινε αμέσως συζήτηση για μια αποστολή στον θαλασσοουρανό κι ο Βυθούλης διεκδίκησε με πείσμα τη θέση του πρώτου θαλασσοουρανόψαρου, που θα ταξίδευε στους μακρινούς θαλασσόκοσμους. Και θα έχανε τη μάχη λόγω ηλικίας, μέχρι που το Γαλάζιο Δελφίνι αποφάσισε να προσφέρει την εξυπνάδα και τη δύναμή του, για να γίνει αυτό το εξερευνητικό ταξίδι με ασφάλεια, παρέα με τον ζωηρό και αποφασιστικό Βυθούλη.

Αυτός, ευχαριστημένος, τράβηξε μια χορταστική ρουφηξιά θαλασσόνερο και κοίταξε το Γαλάζιο Δελφίνι στα μάτια, μουρμουρίζοντας ένα σιγανό «ευχαριστώ», που έφτασε κατευθείαν στο μυαλό τού Γαλάζιου Δελφινιού.

Η υπόλοιπη μέρα πέρασε με μια ηρεμία λίγο παράξενη. Όλοι τριγύριζαν ήσυχα κάνοντας μικρούς κύκλους γύρω απ’ τον Βυθούλη τάχα αμέριμνοι. Όταν όμως δεν τους κοιτούσε, του έριχναν ανήσυχες κλεφτές ματιές, σκεφτικοί και σοβαροί.

Κι όταν ο Ήλιος αποφάσισε να τους αφήσει να ξεκουραστούν κι αποσύρθηκε για τη χώρα των ανθρώπων ήξερε, έτσι σοφός που είχε γίνει μέσα στους αιώνες, πως ο Βυθούλης σε λίγο θα γνώριζε πολλά, θα έπαιρνε λίγη κι απ’ τη δική του τη σοφία, μόνο που ήταν περίεργος πώς θα την χρησιμοποιούσε. Γιατί, μπορεί να είχε γίνει πάνσοφος, αλλά δεν μπορούσε και να ξέρει πώς θα αντιδρούσε κάθε ψάρι που ταξίδευε και μάθαινε πολλά.

Έτσι, ο πιο βαθύς απ’ όλους τους βυθούς ξαναγύρισε στο σκοτάδι και κάθε ψαράκι, φωτίζοντας πάλι με το δικό του φως, γύρισε στο σπίτι του και κοιμήθηκε νωρίς, μέχρι που ο Ήλιος φώτισε πάλι τη θαλασσοπλατεία του χωριού, που γέμισε γρήγορα από ψαρόκοσμο.

Ο Βυθούλης, έστειλε σ’ όλους με σοβαρότητα ένα φιλί με τα μικρά του χείλη, λοξοκοίταξε λίγο περισσότερο με καμάρι την Περκαστικούλα που χαμήλωσε τα μάτια και το ταξίδι ξεκίνησε.

Όλοι οι κάτοικοι του θαλασσοχωριού, όρθιοι πάνω στις ουρές τους, κοιτούσαν προς τα πάνω κρατώντας με αγωνία ακίνητο το νερό μέσα στο κεφάλι τους. Ήταν όμως περήφανοι. Και είχαν έναν ακόμη λόγο. Την επόμενη μέρα, οι ψαροδάσκαλοι θα έλεγαν σ’ όλους τους μαθητές του θαλασσοχωριού πόσο σημαντικό ήταν το θάρρος του Βυθούλη. Πόσο σημαντικό είναι για όλους να είναι θαρραλέοι και να θέλουν να κολυμπήσουν ψηλά. Κι αυτό θα ήταν το καλύτερο θαλασσομάθημα για τους μικρούς ψαρομαθητές.

Στο μεταξύ η λεπτή σιλουέτα του Βυθούλη θάμπιζε σιγά σιγά, μέχρι που χάθηκε στον θαλασσοουρανό.

Αυτή είναι μια αληθινή ιστορία . Κι αν σας πουν πως είναι παραμύθι, να μη το πιστέψετε.

(Η ιστορία του Βυθούλη γράφτηκε το 2006)