Σελίδες

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Αΐτή: Πριν το σεισμό έτρωγαν πίτες από λάσπη. Μετά; Το "τσιμπούσι" των παγκόσμιων ανθρωπιστικών οργανώσεων που πρόκειται να επακολουθήσει.

var addthis_pub = 'epikairo';var addthis_brand = 'EPIKAIRO';var addthis_header_color = '#FFFFFF';var addthis_header_background = '#790000';
Σημείωση από το χαμομηλάκι:
Οι χωματόπιτες ήταν η κύρια τροφή των δούλων των Φαραώ, που κατασκεύασαν τις πυραμίδες τους....
Μετά οπό 2 χιλιάδες, 3 χιλιάδες, 4 χιλιάδες, 5 χιλιάδες χρόνια... υπάρχουν άνθρωποι στον πλανήτη μας που τρώνε τα ίδια!!
Οι φτωχοί Αϊτινοί καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην κατανάλωση μπισκότων φτιαγμένων από λάσπη, καθώς οι τιμές των τροφίμων πετούν στα ύψη σ’αυτή τη χώρα της Καραϊβικής.  
Τα μπισκότα-δίσκοι γίνονται από ξηρή κίτρινη άργιλο που αναμιγνύεται με νερό, αλάτι και φυτικά αρτύματα ή και μαργαρίνη. 
Η λάσπη, που προέρχεται από τα κεντρικά υψίπεδα της Αϊτής, στραγγίζεται αρχικά και πλάθεται έπειτα σε μπισκότα, τα οποία στεγνώνουν στον ήλιο.

Κατ' αρχήν δείτε τα όσα αναγράφονται εδώ για την απίστευτη κατάσταση πενίας πριν το σεισμό:
inconue.wordpress.com/2009/01/17/

Αναφέρω μια μικρή περίληψη:
Αρκετοί Αϊτινοί καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην κατανάλωση μπισκότων φτιαγμένων από λάσπη, καθώς οι τιμές των τροφίμων πετούν στα ύψη σ’αυτή τη χώρα της Καραϊβικής. Τα μπισκότα-δίσκοι γίνονται από άμμο (συγκεκριμένα ξηρή κίτρινη άργιλο) που αναμιγνύεται με νερό, αλάτι και βούτυρο.
Η λάσπη, που προέρχεται από τα κεντρικά υψίπεδα της Αϊτής, στραγγίζεται αρχικά και πλάθεται έπειτα σε μπισκότα, τα οποία στεγνώνουν στον ήλιο.
Τα ανοιχτόχρωμα καφετιά μπισκότα, που είναι γνωστά στους ντόπιους απλά ως «terre» (χώμα), και για πολλούς Αϊτινούς η terre έχει γίνει η βασική διατροφή τους.
Ωστόσο, αν και η τιμή της αργιλώδους άμμου που χρησιμοποιείται για τα μπισκότα έχει αυξηθεί αρκετά, εντούτοις, τα λασπο-μπισκότα, με πέντε σεντς το ένα, παραμένουν ακόμα σχετικά φτηνά.
Πολλοί είναι αυτοί όμως που τα αγοράζουν με πίστωση.
Τα μπισκότα σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες έχουν ήπια γεύση, αλλά απορροφούν την υγρασία από το στόμα μόλις αγγίζουν τη γλώσσα, αφήνοντας δυσάρεστο χωματένια επίγευση που διαρκεί για ώρες.
Ας σημειωθεί ότι ο Gerald Callahan, ένας καθηγητής ανοσολογίας στο κρατικό πανεπιστήμιο του Κολοράντο που έχει μελετήσει τη γεωφαγία (geophagy), το επιστημονικό όνομα για την κατανάλωση λάσπης, αναφέρει ότι η εν λόγω λάσπη μπορεί να περιέχει επικίνδυνα παράσιτα ή τοξίνες.
Σημείωση 1:
Το νησί της Αϊτής είναι ένας τροπικός "παράδεισος" στην θάλασσα της Καραϊβικής.
Οι κάτοικοι της θα μπορούσαν να ζουν κυριολεκτικά σαν κροίσοι μόνον από τον τουρισμό.
Ωστόσο:
- το μένος κατά των ΗΠΑ, της Ισπανίας, της Γαλλίας και της Δύσης γενικότερα
- η εμμονή στη προστασία της πολιτιστικής κληρονομίας (π.χ. βουντού από την Δαχομέη) από την νόθευση των τουριστών
τους οδήγησε σε απόλυτο  απομονωτισμό, που με την σειρά του έφερε τα συνεχή πραξικοπήματα, την διαφθορά, την εγκληματικότητα.
Η άρνησή τους σε κάθε  τεχνολογία τους οδήγησε στα απίστευτα:
- να έχουν ηλεκτρικό ρεύμα δυό ώρες το 24ώρο και
- να υδροδοντούνται μόνον από βρώμικα βυτία.
Ποιοί? Αυτοί που θα μπορούσαν ("με άλλα μυαλά") να είναι οι "Πρίγκηπες της Καραϊβικής"!!!!
Σημείωση 2.
Η Αϊτή ήταν η πρώτη χώρα της Αμερικής που απαλλάχθηκε από την κυριαρχία των λευκών κηρύσσοντας την ανεξαρτησία της το 1801. Αυτό για μερικούς που νομίζουν ότι η "ανεξαρτησία" από τον ιμπεριαλισμό αποτελεί πανάκεια. Αν σήμερα η Αϊτή ήταν Γαλλικό υπερπόντιο έδαφος ή πολιτεία των ΗΠΑ θα έτρωγαν οι Αϊτινοί λάσπη και χώμα?
Σημείωση 3.

Σκέφτομαι τώρα, μετά τον τρομερό σεισμό, το "τσιμπούσι" των παγκόσμιων ανθρωπιστικών οργανώσεων που πρόκειται να επακολουθήσει.
- Από την μιά πλευρά, ο Αμερικανός ή Ευρωπαίος πολίτης που δίνοντας ένα παλιό παντελόνι ή μερικά δολάρια "ξεπλένει" την ενοχή του για το κατάντημα των φτωχών του Πλανήτη.
- Από την άλλη πλευρά, οι αγύρτες  δηλ. μία "μειοψηφία μελών των ανθρωπιστικών οργανώσεων" (που μετά την τροφοδότηση από τα διεθνή μέσα των εικόνων της συμφοράς και την συγκέντρωση μεγάλων ποσών) που θα αποσπάσουν, μαζί με το διεφθαρμένο πολιτειακό σύστημα που υπάρχει στην χώρα αυτή, τεράστια ποσά.
- Ένα είναι σίγουρο, ότι στους εξαθλιωμένους κατοίκους της, τελικά, δεν θα φτάσει ούτε "δέκατο του ευρώ". 

Τα μεν χρήματα θα περάσουν απ' ευθείας στις τσέπες των επιτήδειων ενώ ο ρουχισμός και τα τρόφιμα θα διοχετευθούν στις αγορές γειτονικών χωρών προς πώληση. Ότι δηλαδή έγινε και στην Ινδονησία μετά το πρόσφατο μεγάλο σεισμό.

"Ενός λεπτού μαζί", με την Κική Δημουλά... Η λιποταξία της Χιονάτης

Δεν πιστεύει στη διδασκαλία της ποίησης και ιδιαίτερα στην εξέτασή της. Στο σχόλιο μιας καθηγήτριας πως «ό,τι δεν εξετάζεται δεν μαθαίνεται» απαντά «ας μη μαθαίνεται». 
Ίσως το μόνο που θα’ πρεπε να κάνει ο δάσκαλος είναι να μαζεύει τα παιδιά και να διαβάζουν ποιήματα.

Την Παρασκευή 27 Μαρτίου η Βιβλιοθήκη Λασκαρίδη στον Πειραιά μας έδωσε την ευκαιρία να συναντήσουμε με τη Θεωρητική κατεύθυνση της Γ΄Λυκείου την ποιήτρια Κική Δημουλά. Ήταν μια ώρα μεστή από τη σοφία και τη ζωντάνια του λόγου της Δημουλά που όλοι μας απολαύσαμε.
Οι αίθουσες της Βιβλιοθήκης γέμισαν από παιδιά διαφόρων σχολείων που «βομβάρδισαν» την ποιήτρια με τις ερωτήσεις τους, άλλες «στημένες» και κάπως μικρομέγαλες κι άλλες πραγματικά βγαλμένες μέσα από τον ουσιώδη προβληματισμό που γεννούσε η σκέψη της.
Η προσπάθειά μας να αποτυπώσουμε και φωτογραφικά το γεγονός ήταν ατυχής καθώς έλειπε ο παπαράτσι του σχολείου μας, η Ελένη Κυριμκύρογλου. Παρόλ’ αυτά ελπίζουμε η καταγραφή του λόγου της ποιήτριας ( σύνθεση των σημειώσεων που «ως καλές μαθήτριες» κρατήσαμε μαζί με την Ειρήνη Λιβανού) να αποδειχτεί πιο ευτυχής. Ήταν πολλά και σημαντικά όσα είπε για την ποίηση, τη μνήμη, τον έρωτα και το χαμό, τη γυναίκα, τη ζωή, τον κόσμο:
Η Ποίηση, -σε αντίθεση με την πεζογραφία που έχει το δικαίωμα να πλατιάσει και μετά να επανορθώσει -, είναι στριμωγμένη σε μικρό χώρο και προσπαθεί μέσα από τη συμπύκνωση και τον κατάλληλο συνδυασμό λέξεων και ήχων να δώσει ένα βάδισμα διαφορετικό, μια καινούρια διατύπωση σε γνωστά πράγματα, που γίνονται έτσι πιο ευαίσθητα και ευπαθή. Η μοίρα της ποίησης είναι να παρερμηνεύεται. Στοιχείο της η ευγένεια.




Δεν ξέρουμε τι μας σπρώχνει στην ποίηση: μπορεί να’ναι το DNA του παππού μας, το ευφάνταστο και ονειροπαρμένο της νιότης μας, αλλά μετά η ποίηση απαιτεί προσγείωση, να πατάς γερά στο έδαφος.
Δεν χρειάζεται να εξιδανικεύεται ο ποιητής: Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να γράψει καλά και κακά ποιήματα. Οι ποιητές αρπάζουν ευκαιρίες όπου τους έρθουν. Μόνο η καλή , η κατάλληλη στιγμή παράγει το ποίημα. Το αίτιο μπορεί να είναι μικρό και τυχαία η δυνατότης να γράψεις ένα ποίημα, το ρεφενέ σου στην ουσία είναι η άσκηση, η επιμονή κι η δυσπιστία σ’ αυτό που κάνεις. Άδικη η εξιδανίκευση της ποίησης· δίκαιη η υψηλή απόλαυση. Κατά τύχη κάποιος άνθρωπος γράφει ποιήματα· επομένως δεν χρειάζεται θεοποίηση.
Η ποίηση μπορεί να μας ολοκληρώσει; Μόνο αν μας ελκύει μπορεί να συμβάλει στην ολοκλήρωσή μας.
Για τη δική της ποίηση: δεν φέρνει κανένα όραμα, δεν «βγαίνει έξω» απ’ αυτό που είναι, μόνο « η καθημερινότητα πιάνεται στο αγκίστρι της». Γράφει τα βιώματά της, γιατί έτσι μόνο μπορεί να λειτουργήσει, όχι αναγκαστικά κάτι συγκλονιστικό, βίωμα είναι και μια παροδική στιγμή που αν τη φωτογραφίσεις μέσα από την ευαισθησία σου γίνεται ποίημα· ακόμα κι ένα περαστικό συναίσθημα, η εικόνα ενός πουλιού στον ουρανό μπορεί να γίνει ποίημα. Αυτά, όμως, περνούν μέσα από «το χωνευτήρι των συγκινήσεών» της, που πρέπει πρώτα να θαφτούν κι ύστερα από καιρό να τις ανασύρει.
«Την ώρα της συγκινήσεως δεν γράφεται ποίημα. Το χαρτί μου είναι όλο μνήμη. Δεν μπορώ να στερηθώ την ένταση του πράγματος που ζω γι’ αυτό ποτέ δεν γράφω την ώρα που τα ζω.» Η μνήμη που είναι το 80% της ποίησής της, τα ξαναφέρνει έπειτα τροποποιημένα αλλά δυνατά.
Για τη λεξιπλασία ως βασική αρετή της ποίησής της: η Κική Δημουλά το αρνείται γιατί θεωρεί ότι αυτή είναι αποτέλεσμα αδυναμίας του ποιητή να χρησιμοποιήσει την υπάρχουσα και να πει τα πράγματα με τη σωστή τους λέξη. Ένας καλός ποιητής δεν κάνει καινούριες λέξεις. «Στις λέξεις βολεύω συναισθήματα, ανησυχίες.. Ψάχνω να βρω καλές λέξεις όχι κακόηχες.» Χαρακτηρίζει αυτή την τάση της εφετζίδικη και δηλώνει ότι συχνά μετανιώνει κι ότι συνεχώς κρίνει τα ποιήματά της, τα βάζει σ΄ ένα εδώλιο και τα δικάζει.
Η αισθητική καθοδηγεί την ποίησή της και την ωθεί να δίνει προτεραιότητα σε πράγματα που δεν έχουν και που μέσα από τη διαδικασία της σύνθεσης γίνονται πρωτεύοντα.
Τα παιδιά τη ρωτούν πώς βίωσε τον έρωτα κι εκείνη απαντά: αγαπώντας και μη αγαπώμενη: μη σας κάνει εντύπωση, είπε, είναι δύσκολη η αμοιβαιότητα· δεν είναι ισότιμη η σχέση στον έρωτα. Αυτά που αγάπησε δεν της επιστράφηκαν ποτέ. Παραδέχτηκε, όμως, ότι ούτε κι αυτή ήταν δίκαιη σ’ αυτή την επιστροφή. Ο έρωτας είναι μαρτύριο, είπε, αλλά ωραίο μαρτύριο. Όμως, ξεχνάμε κι όλα γίνονται η «πείρα του χαμού», «ο χαμός είναι ο παραλήπτης όλων μας των εμπειριών, της δράσης, των “ανακαλύψεών” μας».
Όταν ρωτούν για το ΕΠΤΟΗΘΗ του «Γας Ομφαλός» και τι την φοβίζει απαντά πως είναι ηττοπαθής άνθρωπος – «πριν νικηθώ έχω νικηθεί», είπε χαρακτηριστικά - κι ότι ηττάται συχνά στη ζωή της από τα ανεπίδοτα, την
απομάκρυνση, την απόρριψη, αλλά ότι βρίσκει σ’ αυτή την ήττα έναν ηρωϊσμό: «Μετράω τα βήματα της ζωής μου σε επιτυχημένες ήττες».
Ως γυναίκα αισθάνεται αιχμάλωτη των ανδρών και των αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζει ως γυναίκα. Θεωρεί πως η γυναίκα δεν είναι ποτέ ελεύθερη. Ομολογεί πως δεν έκανε τίποτε για να βελτιώσει τη θέση της.
Στο ερώτημα τι την πληγώνει απαντά πως την πληγώνει το γεγονός πως οι άνθρωποι πεινάνε· ευτυχία δεν μπορείς να παρέχεις, , όμως, είναι αδιανόητονα πεθαίνουν παιδιά από πείνα, είπε με έμφαση. Η πείνα δεν είναι φυσική καταστροφή, είναι ζήτημα διανομής, κατανομής των αγαθών, πρόσθεσε.
Η ιδανική παιδεία; Δηλώνει πως δεν ξέρει ν’ απαντήσει. Ίσως, αυτή που θα έκανε τους ανθρώπους ευγενείς, τα άγρια ένστικτά μας αδρανή· ας κρατούσουν οι άνθρωποι τα ένστικτα αυτά φυλακισμένα μέσα τους, αφού είναι κι αυτά αναγκαία.
Η γνώση; Θεωρεί πως τα παιδιά τη φέρουν ως ένστικτο μέσα τους. Δεν πιστεύει στη διδασκαλία της ποίησης και ιδιαίτερα στην εξέτασή της. Στο σχόλιο μιας καθηγήτριας πως «ό,τι δεν εξετάζεται δεν μαθαίνεται» απαντά «ας μη μαθαίνεται». Ίσως το μόνο που θα’ πρεπε να κάνει ο δάσκαλος είναι να μαζεύει τα παιδιά και να διαβάζουν ποιήματα.
Πώς νιώθει την επιβεβαίωση: Ο καλός ποιητής δεν την νιώθει ποτέ. Η ανησυχία και η αβεβαιότητα είναι αυτό που σου δίνει κίνητρο, είναι το λίπασμα.
Για τη σχέση της με τη φύση: Δηλώνει νοσταλγός της φύσης και πως όταν βρεθεί κοντά της μεγαλοποιεί και την τσουκνίδα, ωστόσο παραδέχεται ότι είναι άνθρωπος της πόλης και δεν θα μπορούσε να ζήσει μόνο στη φύση.
Και η ζωή; Αυτή αποφασίζει για μας κι αυτό που μας δένει μαζί της είναι πολύ ισχυρό παρά τις απώλειές μας.
Πώς εμπνέεται από τη ρουτίνα και τη συνήθεια που είναι αυτό ακριβώς που δεν αντέχει ένας δεκαεπτάχρονος νέος; Χρησιμοποιώντας τη μνήμη, γιατί η μνήμη τής στέλνει πράγματα από έναν καλύτερο χρόνο. Αυτή επιλέγει τι θα κρατήσει κι είναι προστατευτική για μας ώστε να προχωρούμε μπροστά. Στο τετριμμένο και τη συνήθεια αντιτάσσουμε αυτό που αγαπάμε.
Μας παροτρύνει: «ανακαλύψτε αυτό που αγαπάτε».

"Ενός λεπτού μαζί" μας φάνηκε η ώρα και, δυστυχώς, τελειώνει. Ένα σχολείο της χαρίζει το πορτρέτο της κι όλοι μαζί ένα ζεστό χειροκρότημα.
Σ’ ευχαριστούμε, Κική Δημουλά. 

10lykeiopeiraia

...στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη, στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

 Καλημέρα σας...

Ο Κωστής Παλαμάς, ο νεώτερος εθνικός μας βάρδος, γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 στην Πάτρα, από γονείς Μεσολογγίτες. 

Η οικογένειά του έχει να επιδείξει πολλούς αγωνιστές, κληρικούς και διδασκάλους του Γένους, μεταξύ των οποίων και τον Γρηγόριο Παλαμά.

ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ: ΜΙΑ ΠΙΚΡΑ
ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ



 
Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέχαστα τα 'ζησα
κοντά στ' ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη
ζωούλα προβάλλει,
και βλέπω τα ονείρατα κι ακούω τα μιλήματα
των πρώτων μου χρόνων κοντά στο ακρογιάλι,

στενάζεις καρδιά μου το ίδιο αναστέναγμα:
Να ζούσα και πάλι
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Μια μένα είναι η μοίρα μου, μια μένα είν' η χάρη μου,
δεν γνώρισα κι άλλη:
Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη
και σαν ωκιανός ανοιχτή και μεγάλη.

Και να! μεσ' στον ύπνο μου την έφερε τ' όνειρο
κοντά μου και πάλι
τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
τη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη.

Κι εμέ, τρισαλίμονο! μια πίκρα με πίκραινε,
μια πίκρα μεγάλη,
και δε μου τη γλύκαινες πανώριο ξαγνάντεμα
της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι!

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου
και ποια ανεμοζάλη,
που δε μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,
πανώριο ξαγνάντεμα κοντά στ' ακρογιάλι;

Μια πίκρα είν' αμίλητη, μια πίκρα είν' αξήγητη,
μια πίκρα μεγάλη,
η πίκρα που είν' άσβηστη και μεσ' τον παράδεισο
των πρώτων μας χρόνων κοντά στο ακρογιάλι.

Ο Εγκέλαδος ισοπέδωσε την Αϊτή

Θλίψη και πόνος στην Αϊτή 

Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα στην Αϊτή
Φόβοι για δεκάδες χιλιάδες νεκρούς από τον ισχυρό σεισμό που έπληξε την πρωτεύουσα τής Αϊτής, το βράδυ της Τρίτης. Μεγάλα κτίρια κατέρρευσαν, άστεγοι χιλιάδες άνθρωποι.
Εκατοντάδες άνθρωποι έχουν θαφτεί κάτω από τα συντρίμμια κτιρίων που κατέρρευσαν από τον ισχυρότατο σεισμό μεγέθους 7,3 Ρίχτερ που σημειώθηκε στην Αϊτή. Δείτε φωτογραφίες από την περιοχή που επλήγη κάνοντας κλικ εδώ.

Οι επιπτώσεις του σεισμού και η… Ιστορία της Αϊτής
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι τα τόσο καταστροφικά αποτελέσματα των σεισμών που έπληξαν την Αϊτή «απορρέουν» ταυτόχρονα από την καθόλου ευνοϊκή γεωγραφική της θέση, και από τις πολιτικές κρίσεις που ξεπέρασαν το μισό αιώνα και «γονάτισαν» την οικονομία της.

Πρόκειται για τη φτωχότερη χώρα της αμερικανικής ηπείρου, που απέχει δύο ώρες αεροπορικά από το Μαϊάμι, προσιτός τουριστικός προορισμός στην Καραϊβική, με ζεστές θάλασσες και ονειρικές παραλίες, αλλά με «δύσκολη» γεωγραφική θέση, επίσης με πολύ «πυκνή» δημογραφική σύνθεση.
«Οι φυσικές καταστροφές (ανεμοστρόβιλοι, κυκλώνες, μετά τον Ιούνιο) μόνες τους δεν εξηγούν τη δυστυχία της Αϊτής, όσο την εξηγεί η Ιστορία της», επισημαίνει ένα στέλεχος της γαλλικής διπλωματίας, που ειδικεύεται στην Καραϊβική.
Ο ίδιος θεωρεί την Αϊτή «καταραμένο νησί», όμως προτρέπει τον πληθυσμό να ζητήσει ευθύνες από την κυβέρνησή του για την καταστροφή, παρά να τη θεωρήσει «μοιραία».
Επί 30 έτη διήρκεσε η δικτατορία που επέβαλε η οικογένεια Ντυβαλιέ. Μετά το 1986, ξεκίνησε μία πολύ ταραγμένη περίοδος πολιτικής κρίσης για περισσότερα από 20 έτη. Πολλάκις, επιβλήθηκαν διεθνείς κυρώσεις που βέβαια καθόλου δεν «βοήθησαν» την τοπική οικονομία.
Η Αϊτή έχει πληθυσμό 10 εκατομμύρια. Οι άντρες κόβουν δέντρα από τους λόφους γύρω από τις πόλεις, για ξύλα για τη θερμάστρα, ή για φωτιά για το φαγητό.
Η πολιτική διαφθορά είναι γενικευμένη κι η έγνοια των κατοίκων είναι να έχουν ένα γεύμα την ημέρα.
Παραγκουπόλεις μεγαλώνουν, από έτος σε έτος, την έκταση της πρωτεύουσας Πορτ-ο-Πρενς, που τόσο δεινά επλήγη από τον Εγκέλαδο. Οι παράγκες δεν αντέχουν στη δυνατή βροχόπτωση, από την οποία μπορεί να υπάρξουν και πνιγμένοι, και βέβαια εύκολα φαντάζεται κανένας, ποια αντίσταση στον Εγκέλαδο «προσφέρει» η παράγκα.
Πρόκειται για ένα «κηδεμονευόμενο» κράτος, στο διπλωματικό, το πολιτικό, το οικονομικό πεδίο. Η φτώχεια της Αϊτής, τέλος δεν έχει. Πολλοί αποζούν από τη διακίνηση ναρκωτικών, καθώς λατινο-αμερικανικά «φορτία» διέρχονται από τη νησιωτική χώρα καθ' οδόν προς τις ΗΠΑ, τον πρώτο «καταναλωτή» παγκοσμίως των ναρκωτικών.
Ο φοβερός κυκλώνας του 2008 -από μόνος του- κόστισε στην Αϊτή το 15% του ΑΕΠ της. Ήταν, απλά, ένας από τους εκατό κυκλώνες, τροπικές θύελλες, πλημμύρες που εξεμάνησαν στην Αϊτή μετά το 1900 και που η διεθνής βοήθεια γι’ αυτές, κι όταν φθάνει, «είναι ελάχιστη», όπως παρατηρεί η ίδια διπλωματική πηγή.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ

Ζητείται στέγη για 40 παιδιά με νοητική υστέρηση

Στο πλευρό τους όλο το αναπηρικό κίνημα

Σαράντα και πλέον παιδιά με νοητική υστέρηση ή διαταραχές του αυτιστικού φάσματος, αξιώνουν δικαιωματικά μία Στέγη Υποστηριζόμενης Διαβίωσης στην ευρύτερη περιοχή Αγίας Παρασκευής Αττικής. Δυστυχώς, το κάτι παραπάνω από δίκαιο αίτημα/όραμά τους προσκρούει σε αντιλήψεις άκρως κοντόφθαλμες και απειλείται με ματαίωση.
Η δημιουργία της στέγης αποτελεί εδώ και χρόνια αίτημα του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων ΑμεΑ της Αγίας Παρασκευής. Το αίτημα απέκτησε αντικειμενική υπόσταση όταν ο δήμος έγινε κύριος κάποιων οικοπέδων στην περιοχή Πευκάκια που βρίσκεται στα σύνορα Αγίας Παρασκευής και Παιανίας, και τα οποία οικόπεδα δεσμεύτηκε να αξιοποιήσει για κοινωνικά ωφέλιμους σκοπούς. Δεδομένου του εκρεμμούντος αιτήματος του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων ΑμεΑ, ένα εκ των οικοπέδων έκτασης 1,5 στρεμμάτων προτάθηκε από την δημοτική αρχή Ανοιξη του 2008, για να φιλοξενήσει την τόσο απαραίτητη για την ποιότητα ζωής των 40 παιδιών Στέγη Υποστηριζόμενης Διαβίωσης.
Τα πράγματα έμοιαζαν να μπαίνουν σε έναν δρόμο, το όραμα να ξεπροβάλλει ξεκάθαρο. Οι γονείς δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια, έκαναν τα πάντα για να τρέξουν ακόμα γρηγορότερα τις εξελίξεις. Ανάμεσά τους μία μητέρα είχε την ιδιότητα της αρχιτεκτόνισας, ανέλαβε λοιπόν και ολοκλήρωσε τον πλήρη σχεδιασμό της Στέγης των παιδιών. Το σενάριο για την λειτουργία ήταν επίσης δεδομένο, η Στέγη θα έπρεπε να ενταχθεί στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013, έμενε να αποφασιστεί ο φορέας που θα την αναλάμβανε. Και προς αυτή την κατεύθυνση είχαν αξιολογηθεί πιθανές λύσεις με την συμμετοχή της δημοτικής αρχής, ουδέν το ουσιαστικό εμπόδιο, άλλωστε ο φορέας δεν αποτελούσε - με όλα τα άλλα δεδομένα - παρά μία τυπική λεπτομέρεια.
Όλα τα παραπάνω ανεμπόδιστα συνέβαιναν μέχρι την στιγμή που ενεπλάκη τοπικός εξωραϊστικός σύλλογος κατοίκων φέρων το όνομα “Αναγέννηση”, που μόνο αναγεννησιακές ιδέες όπως απεδείχθη δεν κόμισε στην όλη υπόθεση. Οι του εξωραϊστικού συλλόγου λοιπόν, έσπευσαν ασμένως να γνωμοδοτήσουν ότι η αξιοποίηση του οικοπέδου υπέρ των παιδιών με νοητική υστέρηση και αυτισμό δεν είναι η ενδεδειγμένη! Με ποιο σκεπτικό; Την απάντηση δίνει απόσπασμα από επιστολή τους που ούτε λίγο ούτε πολύ λέει ότι η Στέγη πρέπει να γίνει σε μία άλλη οποιαδήποτε περιοχή. Το κλασσικό ρατσιστικό σκεπτικό “δεν θέλουμε στην περιοχή μας κέντρο που φιλοξενεί παιδιά με αναπηρία, μακριά από μας και ας πάνε όπου αλλού μπορούν”.
Το ακόμα πιο σκανδαλώδες, όμως, έχει να κάνει με το ότι – όπως μας ενημερώνει ο σύλλογος γονέων και κηδεμόνων ΑμεΑ – οι της δημοτικής αρχής που μέχρι την “αναγεννησιακή” παρέμβαση ήταν αλληλέγγυοι με την ανάγκη δημιουργίας της Στέγης, άρχισαν ξαφνικά να τα ... μασάνε και να ομιλούν για συμβιβαστική λύση. Ξανά μανά απ’ την αρχή, στο σημείο μηδέν. Με τον χρόνο πλέον όχι σύμμαχο αλλά αντίπαλο, μιας και οι προπαρασκευαστικές διαδικασίες για την υπαγωγή της δημιουργίας της Στέγης στο ΕΣΠΑ 2007-2013, μοιάζει ελέω της δημαρχιακής υπαναχωρήσεως να πετιούνται στα αζήτητα...
Στο θέμα παρενέβη με σκληρότατη επιστολή απευθυνόμενη στην δημοτική αρχή της Αγίας Παρασκευής και η Εθνική Συνομοσπονδία ΑμεΑ τασσόμενη στο πλευρό των γονέων. “ Η λήψη επαρκών μέτρων για την στήριξη των ατόμων με βαριές και πολλαπλές αναπηρίες” αναφέρεται χαρακτηριστικά στην επιστολή “είναι ανεπίτρεπτο στις μέρες μας να εξαρτάται απ’ τις διαθέσεις λίγων, μεμονωμένων ατόμων ή και συλλόγων με σαφώς οπισθοδρομικές περί αναπηρίας αντιλήψεις”. Οι γονείς απ’ την πλευρά τους δηλώνουν δια του εκπροσώπου τους Γ. Ανδρουλιδάκη “ανυποχώρητοι στον δίκαιο αγώνα τους” και ζητούν απ’ την δημοτική αρχή να αναλογιστεί επιτέλους σοβαρά και να αναλάβει υπεύθυνα τις ευθύνες της... 
πηγή...

Ο Ελευθερωτής... Τι θα πει σκλαβιά - Παύλου Νιρβάνα


  ― Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα! 
  ― Πόσο τις δίνεις, βρε παιδί, τις καρδερίνες;
  ― Τρεις δραχμές, μπάρμπα. Τρεις δραχμές και μ’ εγγύηση. Πάρε, αφέντη, να σε ξυπνά το πρωί. 
  ― Δεν κάνει δυο δραχμές; 
  ― Αν θέλεις να πάρεις τη βραχνιασμένη... 
Ο μεσόκοπος άνθρωπος με τα ξενικά ρούχα, κάποιος πρόσφυγας από εκείνους, που πλημμύριζαν το πειραιώτικο λιμάνι, έβγαλε το κομπόδεμα από το ζωνάρι του, έδωσε ένα δίδραχμο στο παιδί και πήρε στα χέρια του την καρδερίνα. 
  Την κράτησε λιγάκι ελαφρά στα δάχτυλά του, την χάιδεψε πονετικά και την κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας το ανήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στα μάτια του, σα να ήθελε να της πει κάποιο γλυκό λόγο. Ύστερα, τινάζοντάς την ελεύθερη πάνω στην παλάμη του, την άφησε να πετάξει, κάνοντας τάχα πως του είχε ξεφύγει από τα χέρια του: 
  ― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο! Tο είδες εκεί! 
  Από μέσα του όμως φαινόταν καταχαρούμενος ο παράξενος εκείνος άνθρωπος. Θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς, πως αυτό που έγινε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Ο ξένος, χωρίς άλλο, είχε αγοράσει το πουλί, για να του χαρίσει την ελευθερία του. Αν προσπαθούσε να κρύψει το σκοπό του, το έκαμε ίσως από ευγένεια. Και θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς ακόμη, πως έτσι ήταν το πράγμα, αν τον έβλεπε με τι λαχτάρα ακολουθούσε το φτερούγισμα της καρδερίνας στον ελεύθερο αέρα. Ένα φτερούγισμα τρελό, με μουδιασμένα φτερά, που την έφερε στο κατάρτι ενός καϊκιού, σαστισμένη ακόμη από την ξαφνική χαρά της. 
  ― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο, πώς μου ξέφυγε! 
  Από μέσα του όμως έλεγε χωρίς άλλο ο γεροντάκος: 
  ― Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, και μη σε μέλει. 
  Δυο μορτάκια, που έκαναν το βαρκάρη εκεί δίπλα, πήδησαν αμέσως μέσα στο καΐκι: 
  ― Νά το, νά το, πάνω στο πανί ακούμπησε, είπε το ένα. 
  ― Πέτα το σακκάκι σου, να το ρίξεις κάτω. Δε βλέπεις, πως είναι μουδιασμένο; απάντησε το άλλο. 
  Ο ελευθερωτής δεν μπόρεσε να κρυφτεί πια. Όρμησε άγριος στην άκρη του μόλου και φώναξε, κουνώντας το μπαστούνι κατά το καΐκι. 
  ― Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας είναι το πουλί; Εγώ το αγόρασα, εγώ θέλησα και το άφησα. Ορίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θα σας σπάσω τα παΐδια σας. 
  Και μόνον όταν είδε το πουλί να τινάζει τις φτερουγίτσες του και να σκίζει χαρούμενο τον αέρα, μονάχα τότε πήρε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας: 
  ― Μα βέβαια, μέσα στην ελευθερία γεννήθηκαν· πού να ξέρουν τι θα πει σκλαβιά!...
πηγή...

(από το βιβλίο: Αναγνωστικό Δ΄ Δημοτικού, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1974)

Λαϊκό παραμύθι: Οι δώδεκα μήνες


Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδεκάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό.
  Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν:
  – Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.
  Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο σπίτι της. Κι η φτωχιά ήρθε στο σπίτι της με τα δάκρυα στα μάτια.
  Τα παιδιά της, άμα την είδαν και δεν είχαν τα χέρια της ζυμάρια, αρχίσανε να κλαίνε. Κι από ένα μέρος κλαίγανε τα παιδιά κι από τ’ άλλο η μάνα. Τέλος αυτή σα μεγάλη έκανε σίδερο την καρδιά της και μέρωσε και είπε στα παιδιά της:
  – Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω ένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω.
  Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδο και το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.
  Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλωμα ένα φέξος και πήγαινε πάνω σ’ αυτό. Κι όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με λαμπάδες και αποκάτω από τον πολυέλαιο κρεμότανε ένα πράγμα στρογγυλό σαν τόπι. Μπήκε μέσα στην τέντα εκείνη, κι είδε και καθότανε δώδεκα παλληκάρια και μιλούσανε για μιαν υπόθεση πώς πρέπει να την κάμουν.
  Η τέντα ήταν στρογγυλή και στο έμπασμα της τέντας από δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.
  Παρακάτω από αυτά τα παλληκάρια καθότανε άλλα τρία κι ήταν ανασκουμπωμένα ώς τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά.
  Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
  Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ώς κάτω από τα γόνατα.

  Άμα την είδαν τα παλληκάρια τη γυναίκα, είπαν:
  – Καλώς τη θείτσα, κάθησε.
  Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθησε. Κι αφού κάθησε τη ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της κι επειδή τα παλληκάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από εκείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε· κι είδε πως ήταν κουτσός.
  Αφού έφαγεν η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλληκάρια να τη ρωτούν για λογής λογής πράματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερινά τής λένε τα τρία παλληκάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά:
  – Ε, θείτσα, πώς περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πώς σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;
  – Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’ Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.
  Ύστερα της είπαν και τα άλλα τρία τα παλληκάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:
  – Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;
  Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:

  – Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.
  Ύστερα τη ρωτήσανε τ’ άλλα τα τρία τα παλληκάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:
  – Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;
  – Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται.
  Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλληκάρια, που είχαν τις γούνες:
  – Eμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε;
  – A! αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά, κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Mα θα ρωτήσετε γιατί; Nά γιατί! επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν χρονικίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.
  Τότε τα έντεκα τα παλληκάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν όξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα και βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:
  – Άιντε τώρα θείτσα, πάρε αυτήν τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.
  Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με τη χαρά και είπε στα παλληκάρια:
  – Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.
  – Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.
  Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.
  Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τα ’βαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.
  Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.
  Και την ώρα που γύριζε απ’ το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της, την είδεν η αρχόντισσα κι υποψιάστηκε πως κάτι τι της έτυχε κι έτρεξε καταπόδι της, για να μάθει πού ηύρε τ’ αλεύρι και ζύμωσε. Η αγαθή η φτωχιά είπεν όλη την αλήθεια.
  Ζήλεψε η αρχόντισσα κι έβαλε στο νου της να πάει και κείνη σε κείνα τα παλληκάρια.
  Τη νύχτα λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κι ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες, και τους χαιρέτησε. Κι αυτοί της είπαν:
  – Καλώς την κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες;
  – Είμαι φτωχιά, αποκρίθηκε, κι ήρθα να με βοηθήσετε.
  – Πολύ καλά, είπαν· πεινάς; θέλεις να φας;
  – Όχι, σας ευχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη.
  – Πολύ καλά, είπαν τα παλληκάρια, και πώς περνάτε στη χώρα;
  – Μη χειρότερα, αποκρίνεται.
  – Εμ, πώς περνάτε με τους μήνες; ξαναρωτήσανε.
  – Πώς να περάσουμε, αποκρίθηκεν εκείνη. Ο κάθε ένας τους έχει και την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι-μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι οι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος!… (Τ’ ακούει ο καημένος ο Φλεβάρης). Αμ’ κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν να κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε αυτοί καταντούν τον χειμώνα εννιά μήνες. Και δε μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια. Ύστερα έρχονται ο μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ίδρωτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει παροξυσμός και έρχονται κι οι δρίμες και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωστεριές. Τι να σας πω, παλληκάρια. Περνούμε με τους μήνες (που να μη λαχαίνανε κατάρα) μια ζωή ξεσκισμένη.
  Δεν είπαν τίποτα τα παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κείνον, που καθότανε στη μέση κεινών που ήτανε ανασκουμπωμένοι και βαστούσαν στάχυα. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφερεν ένα λαγήνι ταπωμένο και το ’δωσε στη γυναίκα και της είπε:
  – Πάρε αυτό το λαγήνι, κι όταν θα πας στο σπίτι σου να σφαλιστείς μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο και να τ’ αδειάσεις. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις.
  – Όχι, δεν τ’ ανοίγω, είπε και έφυγε η γυναίκα και ήρθε με τη χαρά στο σπίτι, προτού ακόμα ξημερώσει.
  Και σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και άπλωσε ένα σεντόνι και ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Και τι ν’ αδειάσει; Όλο φίδια! Και χυθήκανε απάνω της και την φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καλό να κατηγορεί κανείς τον άλλον. Η φτωχιά όμως με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκειά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκώνα και πρόκοψε και τα παιδιά της. Νά! αυτό είναι που λένε «καλά υστερνά».

πηγή

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, A΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 1994)

Ατιμώρητοι οι βιαστές γυναικών

Δριμύ «κατηγορώ», εναντίον εθνικών κυβερνήσεων και Κοινοβουλίων στην Ευρώπη, εκτόξευσε, χθες, ο επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Τόμας Χάμαρμπεργκ, σε παρέμβασή του για το θέμα της ατιμωρησίας εκείνων που ευθύνονται για βιασμούς γυναικών.
Στο επίκεντρο της κριτικής του, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες, όπως υποστηρίζει ο επίτροπος, «δεν δίνουν τη δέουσα προσοχή στην αντιμετώπιση των σεξουαλικών εγκλημάτων, όπως είναι οι βιασμοί γυναικών».
Οι γυναίκες-θύματα βιασμών, υπογραμμίζει, παρά τον ψυχολογικό και σωματικό βιασμό τους, υφίστανται, στη συνέχεια, μία εξευτελιστική διαδικασία, υποχρεούμενες να απαντήσουν σε ερωτήσεις του τύπου «αν φορούσαν και γιατί φορούσαν κοντή φούστα πριν από το συμβάν» και «αν αντιστάθηκαν, όσο έπρεπε, έναντι του βιαστή τους».
Αυτό είναι απαράδεκτο, τονίζει ο κ. Χάμαρμπεργκ και επικαλείται σχετική με το θέμα απόφαση του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (MC v. Βουλγαρία- 04/03/2004), στην οποία αναφέρεται ρητώς ότι:
«Το Δικαστήριο κρίνει ότι, η ζητούμενη απόδειξη, της φυσικής αντίστασης των θυμάτων σε περιπτώσεις βιασμών, δημιουργεί τις προϋποθέσεις να μένουν ατιμώρητοι οι βιαστές και θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματική προστασία της σεξουαλικής αυτονομίας του ατόμου.
»Τα κράτη είναι υποχρεωμένα, από τα άρθρα 3 (για την προστασία από την κακομεταχείριση) και 8 (για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του ατόμου) της Σύμβασης, να επιβάλλουν κυρώσεις και διώξεις σε όσους θεωρούνται υπεύθυνοι για την οποιαδήποτε μη-εκούσια σεξουαλική πράξη, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας της φυσικής αντίστασης από το θύμα».
Σιωπή και ατιμωρησία
Ο επίτροπος επισημαίνει ακόμη ότι:
* Είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε, επακριβώς, τον αριθμό των περιστατικών βιασμού γυναικών, δεδομένου ότι, τις περισσότερες φορές, οι γυναίκες-θύματα φοβούνται να τα καταγγείλουν στις αρχές. Είτε διότι ο θύτης είναι ο ίδιος ο σύζυγος ή κάποιο από τα πρόσωπα του στενού συγγενικού κύκλου είτε διότι το γεγονός τούς έχει προκαλέσει σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές βλάβες.
* Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις, όπου οι υποθέσεις βιασμών γυναικών φθάνουν εν τέλει στα δικαστήριο, οι δράστες μένουν ατιμώρητοι κι αυτό φαίνεται από τον εξαιρετικά χαμηλό αριθμό των καταδικαστικών αποφάσεων, για περιπτώσεις βιασμών, σ' όλη την Ευρώπη.
Είναι καιρός, καταλήγει ο επίτροπος, να θεωρηθεί η σεξουαλική κακοποίηση ως ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της εποχής μας.