Μια φορά κι έναν καιρό στο περιβόλι του Πέτρου και του Μάνθου φύτρωσε ένα μικρό τοσοδούλη κλαράκι μηλιάς. Τα φύλλα του έλαμπαν στις χρυσοκόκκινες ακτίνες του ήλιου.
«Μπα…», αναρωτιόντουσαν τα δύο παλικάρια,
«Μπα…», αναρωτιόντουσαν τα δύο παλικάρια,
«Πώς φύτρωσε εδώ, στα καλά καθούμενα, μια μηλιά και μάλιστα χρυσή;» |
Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε το ροζ συννεφάκι που τους γλίτωσε από την αμηχανία τους. Και έτσι όπως ήταν φουσκωμένο με νεράκι πότισε το χρυσό κλαράκι και να τι τους είπε:
Παλικάρια μου καλά,
Στον κήπο σας εφύτρωσε μια χρυσή μηλιά
Ποτίστε την, κλαδέψτε την
Λίγο να μεγαλώσει
Και τα κλαριά της γρήγορα
Για σας θε να φουντώσει
Ο Πέτρος κι ο Μάνθος αν και είχαν μείνει άναυδοι και συνειδητοποίησαν ότι είναι ξύπνιοι και όχι σε όνειρο, αποφάσισαν να κάνουν
ό,τι τους είπε το …ροζ συννεφάκι! |
Ένας μήνας πέρασε και το μικρό χρυσό κλαράκι έγινε ένα όμορφο φουντωτό δεντράκι. Ένα όμορφο, χρυσό φουντωτό δεντράκι γεμάτο κοκκινόχρυσα μήλα! Ο Πέτρος και ο Μάνθος το φρόντιζαν και το περιποιούνταν γεμάτοι καμάρι και αγάπη. Μια μέρα είδαν ανάμεσα στα κλαριά του ένα αηδόνι να γλυκοτραγουδά!
Ήταν τόσο όμορφα παράξενο που αποφάσισαν να το πιάσουν. |
Εκείνο δεν αντιστάθηκε καθόλου και κρατώντας το στα χέρια τους το παρακολουθούσαν και θαύμαζαν τα χιλιάδες χρώματα που λαμπύριζαν κάτω από τις χρυσές ανταύγειες που σκορπούσε η μηλιά γύρω γύρω.
Ο Πέτρος και ο Μάνθος το άφησαν ελεύθερο και τώρα ήταν το πιο παράξενο απ’όλα. Το αηδόνι τους κελάηδησε γλυκά και πήγε και κούρνιασε ξανά μέσα στα κλαράκια της χρυσής μηλιάς! Εκείνοι, συνηθισμένοι απ’όλα τα παράξενα που τους είχαν συμβεί, το άφησαν εκεί κι έφυγαν.
Ένα απόγευμα, που ο ήλιος είχε βασιλέψει, τα δύο παλικάρια ξεκίνησαν για το περιβόλι τους. είχαν να μαζέψουν τους καρπούς από όλα τα δέντρα τους! Ένα δυνατό φως, όμως, γέμισε την γύρω περιοχή και στην ρίζα της χρυσής μηλιάς εμφανίστηκε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Που στα χέρια της κρατούσε...
ένα αδράχτι και μια ανέμη.
Τα παλικάρια την πλησίασαν και την ρώτησαν ποια είναι και από πού έρχεται…; Ένα απόγευμα, που ο ήλιος είχε βασιλέψει, τα δύο παλικάρια ξεκίνησαν για το περιβόλι τους. είχαν να μαζέψουν τους καρπούς από όλα τα δέντρα τους! Ένα δυνατό φως, όμως, γέμισε την γύρω περιοχή και στην ρίζα της χρυσής μηλιάς εμφανίστηκε μια πολύ όμορφη κοπέλα. Που στα χέρια της κρατούσε...
ένα αδράχτι και μια ανέμη.
«Ροδαυγή με λένε», είπε η κοπέλα, «και είμαι η μονάκριβη κόρη του ’ρχοντα της Γαλάζιας πολιτείας, μα η κακιά μου μητριά θέλησε να μου κάνει κακό για να εκδικηθεί τον πατέρα μου και σύζυγό της»
«Μα γιατί;» ρώτησαν απορημένα τα δυο παλικάρια
«Γιατί ο πατέρας μου κατάλαβε πόσο άσχημο χαρακτήρα έχει καινούρια του γυναίκα και αποφάσισε να την διώξει μακριά μας. Μ' έκανε λοιπόν αηδόνι και τα δειλινά γίνομαι άνθρωπος, περιμένοντας εκείνον που θα με βοηθήσει να λύσει τα μάγια, ώστε να πάρω πάλι την ανθρώπινη μορφή μου. Όσο για τη χρυσή μηλιά, ήταν αγαπημένο μου δέντρο και η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη, όπου κάθε βράδυ κόβω ένα μήλο και του ψιθυρίζω το μήνυμά μου και εκείνο βγάζει φτερά και πετάει στον Πύργο του λυπημένο μου πατέρα για να το ανακοινώσει.»
Τα παλικάρια της είπαν πως θέλουν να ακούσουν όλη την ιστορία καθώς και πως θα λύσουν τα μάγια. Η Ροδαυγή, τότε, τους έδειξε το αδράχτι και την ανέμη του ’ρχοντα πατέρα της, για να γνέσουν νήμα και να πλέξουν μ αυτό ένα φόρεμα. Τα κουβάρια θα τα έβρισκαν στο υπόγειό του Παλατιού της Γαλάζιας Πολιτείας μέχρι το χάσιμο του φεγγαριού!
Όταν το φόρεμα ετοιμαστεί θα πρέπει, να διαλέξουν ένα ηλιόλουστο πρωινό, να το πάρουν και με πολύ απαλές κινήσεις να το ρίξουν πάνω στις φτερούγες της. Αφού ξαναγίνει άνθρωπος τότε θα πρέπει να φωνάξουν τρεις φορές το όνομά της.
Ο Πέτρος ρώτησε τι θα έπρεπε να κάνουν στη συνέχεια αλλά η Ροδαυγή του απάντησε πως σιγά σιγά θα γίνουν όλα…
Πράγματι ο Πέτρος και ο Μάνθος ξεκίνησαν για τη Γαλάζια Πολιτεία. Βρήκαν στα υπόγεια τα κουβάρια με το μαλλί και όταν γύρισαν σπίτι τους έφτιαξαν το φόρεμα που έπρεπε να ρίξουν πάνω στη κοπέλα!
Το πρωινό που διάλεξαν ήταν το πιο φωτεινό πρωινό του μήνα αλλά η περιοχή έλαμψε πραγματικά μόλις η Ροδαυγή πήρε την ανθρώπινη μορφή της. Όσο για την χρυσή μηλιά…χάρηκε τόσο πολύ που φούντωσε και πέταξε περισσότερα κλαράκια με χιλιάδες χρυσά μήλα. Η Ροδαυγή έκοψε μερικά και γέμισε ένα καλαθάκι. Το έδεσε με ένα μεγάλο ροζ φιόγκο και το έδωσε στο φίλο της, το ροζ συννεφάκι, να το πάει στον πολυαγαπημένο της πατέρα. Τον άρχοντα της Γαλάζιας Πολιτείας.
Όταν έφτασε στον πύργο, το ροζ συννεφάκι μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο και ακούμπησε το καλάθι με τα χρυσά μήλα πάνω σε ένα μεγάλο κρυστάλλινο τραπέζι. Το ροζ συννεφάκι έψαξε στον πύργο και βρήκε τον άρχοντα πατέρα και τον οδήγησε στο δωμάτιο με το κρυστάλλινο τραπέζι. Εκεί τα χρυσά μήλα του διηγήθηκαν όλη την ιστορία της κόρης του και πως περνούσε όσο ήταν μαγεμένο αηδόνι.
Η κακιά μητριά, που έμενε ακόμα στον Πύργο, κρυφακούγοντας τα γεγονότα, θύμωσε, μπήκε στην αίθουσα, άρπαξε το καλαθάκι με τα μήλα και τα πέταξε μακριά. Όμως τα μήλα μεταμορφώθηκαν σε πανέμορφα αετόπουλα που άρπαξαν την κακιά μητριά και την πήγαν πολύ μακριά στα πανύψηλα βουνά και έως και σήμερα ζει μόνη της.
Το ροζ συννεφάκι που περνά τακτικά από κει μας λέει, ότι τη βλέπει να κάνει την προσευχή της στο καλό μας Θεό ώστε να την συγχωρέσει για το κακό που έκανε. Εγώ όμως που ξέρω το τέλος κάθε παραμυθιού θα σας εκμυστηρευτώ την αλήθεια.
Ο καλός μας Θεούλης τη συγχώρεσε και την έκανε κουκουβάγια για να είναι πουλί της σοφίας και της γνώσης. Είχε πάρει ένα καλό μάθημα, που από τότε δίνει σοφία και γνώση στους ανθρώπους για να γίνουν και εκείνοι με τη σειρά τους χρήσιμοι στην κοινωνία.
Η πεντάμορφη Ροδαυγή παντρεύτηκε τον Πέτρο και ζούνε ευτυχισμένοι και πολύ πλούσιοι με τη χρυσή μηλιά στο περιβόλι τους.
Παναγιώτα Κασίμη