Σελίδες

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Μια εμπιστευτική επιστολή σε γονείς που σκέφτονται. «Τα παδιά δε θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν»

Ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής και συγγραφέας Νίκος Σιδέρης, διαβάζει on camera, για το www.u-hoo.gr/gianniskafatos, 
το τελευταίο κεφάλαιο από το βιβλίο του:
«Τα παιδιά δε θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν»


Το άρθρο που ακολουθεί δανείζεται τον τίτλο του βιβλίου του Νίκου Σιδέρη: «Τα παιδιά δεν θέλουν ψυχολόγο. Γονείς θέλουν!», που εκδόθηκε πρόσφατα (2009) από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. 
Οι γονείς απευθύνονται για το παιδί τους στους «ειδικούς» επειδή οι ίδιοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ή δε θέλουν να παραδεχτούν ότι η αιτία του προβλήματος βρίσκεται αλλού, κρύβεται στη δική τους ανεπάρκεια, στην απουσία τους, στα δικά τους σφάλματα, στη δική τους συμπεριφορά απέναντι στο παιδί...
Ο συγγραφέας, ως ψυχαναλυτής - ψυχίατρος - νευροψυχολόγος - νευρογλωσσολόγος, απευθύνεται με το βιβλίο του σε «συνήθεις γονείς» που μέσα σε «συνήθεις οικογένειες» ανατρέφουν «συνήθη παιδιά». Ο συγγραφέας υποστηρίζει κάτι πολύ απλό: ότι στη σύγχρονη οικογένεια παρουσιάζονται αναπόφευκτα προβλήματα στις σχέσεις γονέων - παιδιών. Κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι τέλειος γονέας και ότι διατηρεί τέλεια σχέση με τα παιδιά του. Αυτό, δηλαδή, στο οποίο θα μπορούσαμε όλοι μας να συμφωνήσουμε είναι ότι δεν υπάρχει τέλεια οικογένεια ή οικογένεια χωρίς προβλήματα. Το ζήτημα είναι πότε συνειδητοποιούμε την ύπαρξή των προβλημάτων και αν καταφέρνουμε να εντοπίσουμε τις γενεσιουργές αιτίες τους. Αν εντοπιστεί η αιτία που δημιούργησε το πρόβλημα, τότε υπάρχει περιθώριο για αντιμετώπισή του. Τις περισσότερες φορές η προβληματική συμπεριφορά του παιδιού δεν οφείλεται στο ίδιο το παιδί αλλά στο γονέα ή τους γονείς, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους.

Σε θέματα κοινής ζωής, όπως οι ώρες φαγητού και ύπνου ή το ύψος των διαθέσιμων για το παιδί χρημάτων, οι γονείς έχουν την υποχρέωση να ακούσουν τη γνώμη, τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις του παιδιού τους, αλλά και να λάβουν εκείνοι την τελική απόφαση, με την οποία το παιδί υποχρεούται να εναρμονισθεί.
Η οικογένεια λειτουργεί ως «σύστημα», μέσα στο οποίο οι κοινωνικές σχέσεις των μελών πρέπει να διατηρούνται πάντοτε σε ισορροπία. Αυτή είναι η έννοια του συστήματος, η ανάπτυξη και διατήρηση υγιών κοινωνικών σχέσεων ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, δηλαδή σχέσεων αγάπης, αλληλοκατανόησης και αλληλοσεβασμού. Αν κάποιο μέλος εκδηλώσει μια προβληματική συμπεριφορά, η λειτουργία της οικογένειας στρεβλώνεται. Κάθε πρόβλημα λοιπόν συμπεριφοράς ή κοινωνικής σχέσης θα πρέπει να προλαμβάνεται ή τουλάχιστο να ανιχνεύεται νωρίς για να μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά.
Δυστυχώς, όλο και περισσότεροι σύγχρονοι γονείς ανακαλύπτουν ξαφνικά ότι το παιδί τους, συνήθως κατά την εφηβεία ή και νωρίτερα, εκδηλώνει κάποιου είδους «προβληματική» συμπεριφορά. Αυτή η συμπεριφορά μπορεί να αναφέρεται στην επιθετική ή βίαιη συμπεριφορά του παιδιού εναντίον των γονέων ή άλλων μελών της οικογένειας, στη λεκτική βία, στην παντελή έλλειψη σεβασμού, στον αρνητισμό, στην τάση αυτοκαταστροφής και αυτοαπομόνωσης, στη διακοπή της επικοινωνίας με τους γονείς, στην εμπλοκή σε άσχημες παρέες, στην παραβατική συμπεριφορά, στην άρνηση για το σχολείο ή την εγκατάλειψη του σχολείου, στην εκδήλωση ψυχοσωματικών δυσλειτουργιών, κ.ο.κ.

Κάτι έχει στραβώσει ξαφνικά μέσα στην οικογένεια ή - συνήθως - όχι και τόσο ξαφνικά, αφού η εκδήλωση μιας συμπεριφοράς μπορεί να έχει τις ρίζες της πολύ πιο πριν, όταν ο ρόλος του γονέα ή των γονέων και η σχέση τους με το παιδί άρχισαν να στραβώνουν, να παρεξηγούνται, να υποχωρούν, να δέχονται εκπτώσεις και τελικά να τίθενται υπό αμφισβήτηση και να διαταράσσονται.
Σήμερα, δυστυχώς, οι γονείς έχουν την τάση να εκδηλώνουν ακραίες και αντιφατικές συμπεριφορές:
Πρώτο, φορτώνουν στα παιδιά τους βάρη και ευθύνες που δεν μπορούν αυτά να αντέξουν: τα υποχρεώνουν σε εξαντλητική μελέτη και παρακολούθηση φροντιστηριακών μαθημάτων ενώ ταυτόχρονα καλλιεργούν υπερβολικές και συνήθως μη ρεαλιστικές προσδοκίες για πανεπιστημιακές σπουδές και σπουδαία επαγγελματικά επιτεύγματα, παρότι οι ίδιοι γνωρίζουν ότι η ακαδημαϊκή και επαγγελματική επιτυχία στην εποχή μας είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Η ψυχολογική πίεση που ασκείται στα παιδιά με αυτόν τον τρόπο είναι αφόρητη (βλέπε αυτοκτονίες κάθε χρόνο μετά από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελλαδικών εξετάσεων).
Δεύτερο, ελαχιστοποιείται ο χρόνος πραγματικής κοινωνικής συναναστροφής μεταξύ των μελών της οικογένειας, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται δυσλειτουργίες στους ρόλους και τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. Όταν η παρουσία του γονέα ή των γονέων είναι «λειψή», οι επιδράσεις των συνομηλίκων και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης υπερισχύουν και η ισορροπία του οικογενειακού συστήματος διαταράσσεται.
Τρίτο, για να αντισταθμίσουν οι γονείς την ανεπάρκειά τους, πλειοδοτούν στο ποια οικογένεια θα επιδαψιλεύσει τα περισσότερα αγαθά, υπηρεσίες και ανέσεις στα παιδιά (συσσώρευση άχρηστων συνήθως και συχνά επιβλαβών παιχνιδιών: playstations, υπολογιστές, ελεύθερη πρόσβαση στο ίντερνετ, κινητό τηλέφωνο, ανεξέλεγκτες παρέες και διασκεδάσεις, πλήρης ελευθερία στο ντύσιμο και την εμφάνιση, ανεξέλεγκτη διατροφή, αλόγιστη χρηματοδότηση, μοτοσυκλέτα ή αυτοκίνητο, κ.ο.κ.).  
Οι γονείς διαγκωνίζονται στο ποιοι θα είναι περισσότερο αρεστοί και «δημοκρατικοί», στο ποιοι θα είναι περισσότερο «φιλαράκια» με τα παιδιά, στο ποιοι θα κάνουν τα περισσότερα χατίρια, καταργώντας τους στοιχειώδεις κανόνες που θα έπρεπε να διέπουν τις σχέσεις γονέων-παιδιών.

Ο Σιδέρης (2009) υποστηρίζει ότι η σχέση γονέα - παιδιού, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι «ασύμμετρη». 
Οι γονείς κυβερνούν την οικογένεια, φροντίζουν για την ευημερία και την ασφάλεια των μελών της, θέτουν τους κανόνες λειτουργίας της και φροντίζουν για την τήρησή τους. Εκ των πραγμάτων ο ρόλος των γονέων προκύπτει διαφορετικός από των παιδιών. Όταν αρχίσουν να γίνονται εκπτώσεις στην τήρηση των κανόνων, η λειτουργία της οικογένειας χάνει την ευρυθμία της. Τα παιδιά, από πλευράς τους, είναι υποχρεωμένα να σέβονται τους γονείς τους και να τηρούν τους οικογενειακούς κανόνες.
Όπως γράφει ο Σιδέρης:
Σε θέματα κοινής ζωής, όπως οι ώρες φαγητού και ύπνου ή το ύψος των διαθέσιμων για το παιδί χρημάτων, οι γονείς έχουν την υποχρέωση να ακούσουν τη γνώμη, τις επιθυμίες και τις προτιμήσεις του παιδιού τους, αλλά και να λάβουν εκείνοι την τελική απόφαση, με την οποία το παιδί υποχρεούται να εναρμονισθεί. (σελ.45).

Όπως γράφει ο Σιδέρης (2009) σε άλλο σημείο (σελ. 39), 
ένα σπίτι «δεν είναι ξενοδοχείο, όπου ο καθένας περνάει, μένει λίγο, μετά φεύγει - και στη θέση του έρχεται ένας άλλος…», αλλά ένα αυστηρά συγκροτημένο σύστημα που διέπεται από κανόνες, οι οποίοι γίνονται σεβαστοί.
Ανεπίσημα στοιχεία δείχνουν ότι όλο και περισσότεροι γονείς τείνουν να καταφεύγουν σε «ειδικούς» για τα παιδιά τους όταν ξαφνικά ανακαλύψουν ότι κάτι πάει «στραβά» στη συμπεριφορά του παιδιού ή στη σχέση τους με το παιδί. Η «ψυχοθεραπεία» τείνει να γίνει μόδα και πλασματική ανάγκη. Μάλιστα, ελλείψει παιδοψυχολόγου, σχολικού ψυχολόγου ή παιδοψυχίατρου, οι γονείς δε διστάζουν να απευθυνθούν σε διάφορους άλλους «ψυχοθεραπευτές» και «συμβούλους» (ψυχολόγους, κλινικούς ψυχολόγους, ψυχαναλυτές, ψυχίατρους, νευροψυχολόγους, οικογενειακούς συμβούλους, κ.ο.κ.). Οι γονείς απευθύνονται για το παιδί τους στους «ειδικούς» επειδή οι ίδιοι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ή δε θέλουν να παραδεχτούν ότι η αιτία του προβλήματος βρίσκεται αλλού, κρύβεται στη δική τους ανεπάρκεια, στην απουσία τους, στα δικά τους σφάλματα, στη δική τους συμπεριφορά απέναντι στο παιδί, στα συζυγικά προβλήματα. Δε γνωρίζουν ότι «τα παιδιά δε θέλουν ψυχολόγο - γονείς θέλουν!»
Αν, λοιπόν, αναλογιστεί κανείς ότι σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις το πρόβλημα ξεκινάει από τη συμπεριφορά και τις επιλογές των γονέων, θα μπορούσε κανείς να παραφράσει τον τίτλο ως εξής: «Τα παιδιά δε θέλουν ψυχολόγο. Οι γονείς θέλουν!».

Δεν υπάρχουν σχόλια: