Της Afua Hirsch / The Guardian
Ο καύσωνας, οι πυρκαγιές δασών και η ξηρασία που έπληξαν τη Ρωσία και την Κεντρική Ασία ίσως να είναι πρωτόγνωρα φαινόμενα στη σύγχρονη ιστορία. Υπάρχει, όμως, κάτι το συνηθισμένο στην απειλούμενη επισιτιστική κρίση, καθώς η τιμή των σιτηρών παραμένει 50% υψηλότερη από ό,τι ήταν πριν από δύο μήνες.
The heatwave, forest fires and drought in Russia and central Asia may be unprecedented in recent times. But there is something familiar about the ensuing food crisis, as the price of wheat remains 50% higher than just six weeks ago. It is just two years since the last such crisis. A spike in the price of agricultural commodities in 2007-08 caused panic from Italy to Haiti, drawing sharp attention to a deeper malfunctioning in the world's food markets. more... |
Πέρασαν μόλις δύο χρόνια από την προηγούμενη τέτοια κρίση. Μια απότομη εκτίναξη στις τιμές αγροτικών προϊόντων το 2007-08 είχε προκαλέσει πανικό από την Ιταλία μέχρι και την Αϊτή, αποκαλύπτοντας τις δομικές δυσλειτουργίες των παγκόσμιων αγορών τροφίμων.
Οι δυσλειτουργίες αυτές δημιουργούν με τη σειρά τους πρωτόγνωρες ανθρωπιστικές καταστροφές στις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Ο Νίγηρας, για παράδειγμα, υφίσταται τη χειρότερη επισιτιστική κρίση των τελευταίων ετών, χωρίς τα διατροφικά προϊόντα να σπανίζουν στη χώρα. Αν και βουνά σιτηρών στοιβάζονται στις υπαίθριες αγορές της πρωτεύουσας Νιαμέι, η τιμή τους είναι απαγορευτική για τους καταναλωτές.
Η προφανής εξήγηση για τις υψηλές τιμές τροφίμων στον Νίγηρα είναι η κρίση στην παραγωγή. Όπως συμβαίνει και στις σιτοπαραγωγές χώρες, που σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής, η σοδειά καταστράφηκε εξαιτίας ακραίων καιρικών φαινομένων. Η άνοδος της τιμής συνοδεύθηκε, όμως, από ενίσχυση της κερδοσκοπίας στις αγορές πρώτων υλών.
Ο αριθμός συμβολαίων παραγώγων αυξήθηκαν κατά 500% μεταξύ 2002 και 2008, διαδικασία που επιταχύνθηκε στα τέλη της περασμένης δεκαετίας, όταν την κατάρρευση της αγοράς στεγαστικής πίστης στις ΗΠΑ και τη διεθνή ύφεση ακολούθησε μεγάλη αύξηση στις τιμές ειδών διατροφής.
Οι επενδυτές ισχυρίζονται ότι η κερδοφορία της αγοράς εξαρτάται από τη διακύμανση της τιμής ανάλογα με την προσφορά. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η παραγωγή τροφίμων θα πρέπει να αυξηθεί κατά 70% πάνω από τα σημερινά της επίπεδα μέσα στις ερχόμενες τρεις δεκαετίες για να αντιμετωπίσει τη ζήτηση ενός αστικού, μεγαλύτερου και πιο εύπορου παγκόσμιου πληθυσμού. Στο μεταξύ, τα βιοκαύσιμα, οι ελλειμματικές σοδειές και η κλιματική αλλαγή έχουν περιορίσει δραστικά τις πιθανότητες ενίσχυσης της παραγωγής.
Άλλοι, όμως, υποστηρίζουν ότι η ίδια η κερδοσκοπία βρίσκεται πίσω από την αστάθεια που πλήττει τις αγορές πρώτων υλών.
Η μη κερδοσκοπική οργάνωση κατά της φτώχειας World Development Movement, πρόσφατη έκθεση της οποίας αποκάλυψε ότι η επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs εξασφάλισε πέρυσι 5 δισ. δολάρια σε κέρδη από τις αγορές πρώτων υλών, περιγράφει την πρακτική τέτοιων επενδυτικών κολοσσών ως «επικίνδυνη, ανήθικη και αδικαιολόγητη».
Ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ για θέματα επισιτισμού και πρώην βουλευτής στην Ελβετία, Ζαν Ζιγκλέρ, χαρακτήρισε τη στάση των κερδοσκόπων «σιωπηλή γενοκτονία». Ο Ευρωπαίος επίτροπος Εμπορίου Μισέλ Μπαρνιέ, μιλώντας στις αρχές του χρόνου ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου, περιέγραψε πως ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο πλήττονται από «επισιτιστική ανασφάλεια», ενώ άλλοι επωφελούνται κερδοσκοπώντας πάνω στις τιμές των διατροφικών αγαθών.
Η υπηρεσία του ΟΗΕ αρμόδια για θέματα ανθρώπινων δικαιωμάτων αναγνωρίζει τις επιπτώσεις που έχει η τιμολογιακή αστάθεια στις φτωχές χώρες, προτείνοντας σειρά μέτρων, που περιλαμβάνουν την επαναφορά των διεθνών αποθεμάτων ασφαλείας για τη σταθεροποίηση των τιμών, την επιβολή αυστηρότερων ελέγχων πάνω στις αγροτικές επιδοτήσεις που εξασφαλίζουν τα πλούσια κράτη, τον περιορισμό της χρήσης βιοενεργειακών τεχνολογιών που χρησιμοποιούν τρόφιμα ως καύσιμο και την επανεξέταση των διεθνών εμπορικών συμφωνιών.
Οι απαιτήσεις των ακτιβιστών δεν είναι πρωτοφανείς. Η νομοθεσία μεταρρύθμισης της Wall Street, που πρόσφατα ψηφίσθηκε από τη νομοθετική εξουσία των ΗΠΑ προβλέπει αυστηρότερο έλεγχο της αγοράς παραγώγων και την ενίσχυση της διαφάνειας στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες.
Στην Γκάνα, οι κάτοικοι κακαοπαραγωγών περιοχών αντιμετωπίζουν ενδημική φτώχεια. Η αδικία των αγορών πρώτων υλών σημαίνει ότι ενώ μια υποχώρηση της τιμής μπορεί να καταστρέψει οικονομίες, όπως έκανε και για πολλές χώρες της Δυτικής Αφρικής μετά την ανεξαρτησία τους, μια άνοδος ωφελεί όσους βρίσκονται μακριά από τη ζώνη παραγωγής, δηλαδή τον στρατό κερδοσκόπων και επενδυτών με έδρες στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι παραγωγοί τροφίμων σε μικρή κλίμακα είναι πάντα οι χαμένοι. Όταν μάλιστα οι υψηλές τιμές των τροφίμων συνδυαστούν με κακή σοδειά, υποχρεώνοντας τους μικρούς αγρότες να αγοράζουν βασικά είδη διαβίωσης για δική τους χρήση σε τιμές αγοράς, τότε όλα τα επιμέρους ζητήματα υποχωρούν, δίνοντας τη θέση τους σε ένα θεμελιώδες πρόβλημα: την πείνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου